ΟΙ ΤΡΕΜΙΘΚΙΕΣ ΤΗΣ ΖΗΝΑΣ
Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε
Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό
κρέας που πολύ τους αρέσει.
Μια φορά ένας καλικάντζαρος που δεν έβρισκε κρέας να
φάει, ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του
με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος
χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά και ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με
πολλή θράσος ζητούσε κρέας χοιρινό να φάει. Οπότε ο χωρικός θυμωμένος πολύ από
την επιμονή του, τον άρπαξε και τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο. Ο καλικάντζαρος
θέλοντας να τον εκδικηθεί, τον ρώτησε το όνομα του, ώστε αργότερα να επιστρέψει
με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε
πως τον λένε Κανένας.
Πάει λοιπόν ο καλικάντζαρος και βρίσκει τους άλλους
καλικαντζάρους, και τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να
πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί
και μέθυσε. Αυτός όμως επέμεινε τόσο πολύ, που τους νευρίασε, και για να
ησυχάσουν τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ
Αρχαγγέλου.
Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι,
δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί
δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι
νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.
Αυτά μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας πως συνέβαιναν τα
παλιά χρόνια, και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες εκεί δεμένος,
να κάνει τις δουλειές των χωρικών και να τον περιγελούν τα παιδιά.
Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές
πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε
σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να
ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον
σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει εκεί να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά
και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν
παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι
τρεμιθιές της Ζήνας.
ΤΑ ΜΗΛΑ
Τα μήλα είναι ο τόπος απέναντι του θεάτρου της
Χλώρακας που εκτείνεται μέχρι τη περιοχή με την ονομασία Καπηρός. Είναι μια
λαξιά ποταμού που ξεκινά από τις παρυφές του οροπεδίου της Χλώρακας. Το χειμώνα
τεράστιες ποσότητες όμβριων υδάτων συναντούνται και πέφτουν από τον ψηλό γκρεμό
σαν καταρράκτης πάνω στα μαλακά χώματα όπου με τον καιρό σχημάτισαν ποταμό που
τα οδηγεί στη θάλασσα.
Ονομάστηκαν Μήλα εκ παραφθοράς, γιατί βλαστούν πολλές
κουρτουνιές που παράγουν στρογγύλους καρπούς όπως τα μήλα.
Είναι τόπος ανοιχτός προς τη θάλασσα, και πολλές
ιστορίες υπάρχουν που διηγούνται για αερικά περάσματα ψυχών και φαντασμάτων που
έχουν το διάβα τους από το μέρος. Υπάρχουν επίσης διηγήσεις ότι έναν
παλαιόν καιρό μέχρι πριν ένα αιώνα, ήταν τόπος καταραμένος όπου τα μεσάνυχτα
ακούγονταν τα κογκήματα πεθαμένων, μέχρι που ένας καλόγερος περνώντας από το
χωριό, έλυσε τα μάγια και ημέρεψε το μέρος.
Ο ΚΑΠΥΡΟΣ
Ο Καπυρός είναι ένας τόπος νοτιοδυτικά της Χλώρακας
μετά τις Τρεμιθιές της Ζήνας, στα ριζά των υψωμάτων που συνορεύουν με τα Μήλα,
αποτελώντας μια συνέχεια συμπεριλαμβανομένων των χωραφιών Χρυσοχός και παλιά
Βρύση. Είναι τρεις τοποθεσίες τις οποίες καλύπτει κάποιο μυστήριο πέπλο, καθώς
παλιά οι γονείς έλεγαν στα παιδιά ιστορίες που συνέβησαν παράξενες και φοβερές,
άλλοτε φοβίζοντας τα να μην κάνουν αταξίες, και άλλοτε εξάπτοντας τη φαντασία
τους ώστε να δημιουργούν παραμύθια ως αποτέλεσμα συμβάντων που έγιναν μιαν
παλαιότερη εποχή, ή για πράγματα που ακόμα συνέβαιναν κάποιες σκοτεινές νύχτες
όταν το φεγγάρι χανόταν και η σκοτεινιά τύλιγε το σύμπαν με τα άστρα πολύ ψηλά
έτσι που το λίγο φως που αντανακλούσαν, να φέγγει ελάχιστα έως τη γης.
Ονομάστηκε Καπυρός από τη λέξη πυρά, ένεκα του ότι ο
ψηλός γκρεμός που έστεκε στην άκρια, αποτελείτο από πετρώματα που όταν ο ήλιος
έγερνε να δύσει, αντανακλούσαν τις ακτίνες του δημιουργώντας αφόρητη πυρά. Και
ενώ ήταν γεμάτος βλάστηση ένεκα πηγής που ανέβλυζε ολοχρονίς νερό και πότιζε το
χώμα δημιουργώντας παραδεισένιο τοπίο, όταν τα απογεύματα ο ήλιος βουτούσε στη
θάλασσα, οριζόντια οι ακτίνες του κτυπούσαν στα βράχια των γκρεμών που τις
αντανακλούσαν, και κυριολεκτικά πύρωναν την ατμόσφαιρα που σκέπαζε τον Καπυρό.
Οι ιστορίες που έλεγαν ήταν πολλές, ανάλογα με τις
ηλικίες των ανθρώπων που τις εξιστορούσαν και σε ποιους απευθύνονταν. Μια
ιστορία ενθυμούμαι καλά που μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν πως εκεί
κατοικούσαν πάουλλοι που έπαιρναν τα άτακτα παιδιά, καθώς και μια λόττα με τα
κούνια που έβγαινε τις σκοτεινιασμένες χειμωνιάτικες νύχτες και άρπαζε τα μικρά
παιδιά που δεν έπεφταν ενωρίς να κοιμηθούν, και τα έπαιρνε τροφή για τα παιδιά
της. Όταν τα μωρά δεν κοιμόντουσαν και ο αγέρας σφύριζε παράξενα δημιουργώντας
διάφορους ήχους, τους έλεγαν οι μαμάδες κι οι γιαγιαδες πως ηταν ο θόρυβος από
τις κουδούνες που κρέμμοναταν στο λαιμό της λόττας και κουδούνιζαν όταν εβγαινε
για να βρει τροφή, και πως έπρεπε τα μικρά παιδιά να σκουλληστούν το πάπλωμα και
να κοιμηθούν, ώστε να μην τα βρει και τα πάρει μαζί της. Έτσι λοιπόν τα παιδιά
σκεπαζόντουσαν και σιωπηλά προσπαθούσαν ενωρίς να αποκοιμηθούν, ώστε να μην τα
ανακαλύψει το μεγάλο θεριό.
ΤΟ ΠΕΡΒΟΛΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΧΟΥ
Ο
Χρυσοχός είναι ένα μικρό χωραφάκι ισα με μια βραχτη. Είναι πανω από την παλιά
Βρύση, στην βορειοδυτική της μεριά. Εκεί τα παλιά χρόνια είχε το εργαστήρι του
ένας τεχνίτης Χρυσοχόος. Παρ όλο που το χωριό ήταν μικρό μια σταλιά, εντούτοις
προτίμησε τούτο τον τόπο και εγκαταστάθηκε, καθώς στην περιοχή μέσα στα χωράφια
ανακατωμένα με το χώμα, υπήρχαν ψήγματα χρυσού που όταν οι αγρότες κάτοικοι
όργωναν, κολλούσαν ανακατωμένα με χώματα πάνω στα ηνία των αρότρων, που
ακολούθως πουλούσαν στον χρυσοχόο ο οποίος και τα επεξεργαζόταν. Λέγεται
πως στο μεγάλο σεισμό του 1443 το εργαστήρι χάλασε και μια μεγάλη πέτρα κύλησε
και έκατσε εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το εκκλησάκι του ο Αγίου Υπατίου,
στην οποία οι κάτοικοι βαλαν ένα σιδερένιο κουτί όπου μέσα άναβαν ένα καντήλι
και υμνούσαν τον Άγιο τον θεραπευτή των μικρών παιδιών που δεν μπορούσαν να
περπατήσουν.Έδεναν στα πόδια του μωρού ένα ελαφρύ μικρού μήκους νήμα, και
βαστώντας το από τα χέρια το βοηθούσαν να περπατά γύρω-γύρω ώσπου να σπάσει η
κλωστή, οπότε και πίστευαν πώς το θαύμα θα γινόταν. Παλιοί κάτοικοι
μαρτυρούν πως μέσα στον μεγάλο βράχο ήταν σκαμμένο ένα κούφωμα που έκλεινε με
μια εφαρμοστή πέτρινη θύρα χωρίς να αφήνει σημάδια πως ήταν ένα ξένο σώμα, αλλά
πως ήταν απλά ένα σχέδιο σκαλιστό στο βράχο. Πίσω από τη θύρα μέσα στο κούφωμα,
ο χρυσοχόος φύλαγε τα χρυσάφια του, που όταν πέθανε έμειναν μέσα φλεγμένα,
χωρίς κανείς να γνωρίζει το μυστικό. Όταν λοιπόν στο μεγάλο σεισμό η πέτρα
κύλησε και στάθηκε δίπλα στην παλιά βρύση, ο Χατζηφίλιπος ο Τοκογλύφος νεαρός
ακόμα, ανακάλυψε τυχαία τη μυστική θύρα και τα χρυσάφια που ήταν μέσα. Έτσι μ’
αυτό τον τρόπο έγινε πλούσιος, και αργότερα πλουσιότερος, αφού χρησιμοποιώντας
αυτά τα πλούτη έγινε ο τοκογλύφος του χωριού.
Μια ιστορία λέει πως, μια φορά
ένας Κύπριος αλχημιστής που ζούσε στην Βενετιά, επισκέφτηκε το μικρό
εργαστήριο, και ο ιδιοκτήτης του το παραχώρησε για λίγες μέρες. Έμεινε μοναχός
μέσα κλεισμένος χωρίς να βγαίνει έξω καθόλου, παρά μόνο έδωσε μήνυμα στους
ζευγολάτες να του φέρνουν όσα χώματα κολλούσαν στα ηνία όταν όργωναν στην
περιοχή εκείνη.Όταν πέρασαν μέρες, έπαυσε να δίνει σημεία ζωής, οπότε κάποιοι
χωριανοί δειλά, άνοιξαν την πόρτα να δουν μήπως έπαθε κάτι. Το καμαράκι ήταν
άδειο, αλλά πάνω στο τραπέζι βρήκαν αφημένο ένα ψωμί από χρυσάφι. Κανείς δεν
μπόρεσε να καταλάβει γιατί φεύγοντας μυστικά άφησε το χρυσό ψωμί. Κάποιοι είπαν
πως ίσως το άφησε ως παρακαταθήκη για να θαυμάσουν οι κάτοικοι τη δόξα του,
καθώς ως σπουδαίος Αλχημιστής, ζύμωνε ψωμιά από πηλό, και ακολούθως τα
μετέβαλλε σε χρυσάφι.
ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣ
Μια φορά τον παλαιό καιρό κοντά
στην πόλη της Πάφου ήταν η κοινότητα της Χλώρακας που είχε τα σπίτια κτισμένα
στα ψηλώματα του χωριού λίγο μακρύτερα από την εύφορη παραλιακή πεδιάδα. Τα
καλοκαίρια οι κάτοικοι έστηναν πρόχειρα καταλύματα και έστρωναν κάτω από τα
δένδρα και κοιμόντουσαν εκεί στην ύπαιθρο την εύφορη γη, ώστε με το χάραμα του
φού να ποτίζουν τα χωράφια τους πριν αρχίσει η κάψα του πρωινού. Ένα χωράφι
στην τέλειωση του χωριού που αρχινά η Κάτω Πάφος, ονομάζεται το χωράφι της
Φιλόξενης. Η Φιλόξενη ένα παλαιό καλοκαίρι έστησε το πρόχειρο υποστατικό της
για να καλλιεργήσει και να ρεντέψει (φυτέψει).
Στην άκρη του χωραφιού της ήταν
κτισμένο το Καμαρούϊ, μια αρχαία βρύση που έβγαζε κρυστάλλινο νερό και πότιζε
σχεδόν όλα τα χωράφια του κάμπου. Μπροστά από τη βρύση περνούσε ένας στενός
αμαξιτός δρόμος που οδηγούσε στην Κάτω Πάφο. Όλοι οι περαστοί διαβάτες από τα
δυτικά χωριά σταματούσαν εκεί να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν. Η Φιλόξενη τους
φιλοξενούσε, ήταν μια ευγενική γυναίκα, ήταν γι αυτό που της κόλλησαν το
ομώνυμο όνομα.
Εκείνη την ημέρα ένα μικρό
καραβάνι σταμάτησε στη βρύση. Η Φιλόξενη τους καλωσόρισε και τους κάλεσε
να τους φιλέψει. Τους τράταρε καφέ με γλυκό, και αφού οι διαβάτες ξαπόστασαν,
συνέχισαν τον δρόμο τους.
Μαζί με τα άλλα ζώα της η
Φιλόξενη είχε ένα μικρό μουλούι (μουλάρι από διασταύρωση αλόγου και γαϊδάρας)
που ύστερα από κάμποση ώρα που έφυγαν, παρατήρησε ότι έλειπε. Νόμισε η άμοιρη,
ότι ακολούθησε τα ζώα του καραβανιού και έτρεξε στο κατόπι τους ώσπου τους
πρόλαβε και γύρεψε το ζώο της. Δεν το βρήκε, δεν ήταν μαζί τους, και κάποιος
από τους διαβάτες που την είδε μαραζωμένη, της είπε να μην απελπίζεται, και να
στραφεί πίσω να ψάξει στα φωτιστικά της περιοχής γιατί μπορεί να έπεσε μέσα και
να το προλάβει ζωντανό.
«Μα πως είναι δυνατόν να έπεσε σε
φωτιστικό και να είναι ακόμα ζωντανό;» είπε η Φιλόξενη.
Ευχαριστημένη έμεινε και η
Φιλόξενη που πιστεύοντας ότι το μουλούι της βρίσκεται εν ζωή, στράφηκε τρεχάτη
πίσω να ψάξει σε όλους στους λάκκους να το βρει. Όταν έφτασε στον τόπο
της καθώς ήταν ποσταμένη (κουρασμένη) και διψασμένη, έσκυψε στη Βρύση,
ήπιε νερό, και τι άδικο, για ένα μουλάρι, έσκασε από το νερό και πέθανε…
Το μικρό ζώο είχε πέσει σε
φωτιστικό (λάκκο) του λαγουμιού της Βρύσης, και πνίγηκε. Ύστερα από 40 χρόνια
όταν ένας χωριανός κατέβητε να καθαρίσει το φωτιστικό, βρήκε τα κόκαλα του
μικρού ζώου, που ακόμα μύριζε άσχημα, δεν είχε λιώσει μέσα στο νερό που
βρισκόταν.
ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΑΛΗΠΑΤΟΥΣ
Ήταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή που την
έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι κτισμένο σ ένα μικρό χωραφάκι
όπου μέσα είχε βλαστημένες τρεμιθιές, τερατσιές, και βελανιδιές.
Ήταν 15 χρονών και για να ζήσει μάζευε τεράτσια και
έφτιαχνε τερατσόμελο, τρεμίθια και έφτιαχνε τρεμιχόλαδο, καθώς και βελανίδια ως
τροφή για τα ζώα. Φύτευε και λίγα χόρτα και οπωρικά που τα πότιζε από την βρύση
του χωριού, και όλα αυτά, τα πωλούσε στις καλές γειτόνισσες που με ευχαρίστηση
τα αγόραζαν, ώστε τοιουτοτρόπως τη βοηθούσαν να ανταπεξέρχεται λίγο τη μεγάλη
της φτώχεια. Διαβιούσε φτωχικά και με δυσκολία, αλλά ήταν τίμια και καλή
χριστιανή. Ήταν πολύ όμορφη και όλοι την συμπαθούσαν, όμως είχε και αυτή
σεβασμό στους μεγαλυτέρους της και τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο
της καιρό επισκεπτόταν τις χωριανές νοικοκυρές, και πρόθυμα προσφερόταν να τις
βοηθήσει στις οικιακές τους εργασίες. και αυτές όμως την βοηθούσαν καθώς πολύ
την αγαπούσαν, και επιπλέον την συμβούλευαν. Την συμπαθούσαν, ήθελαν γι αυτήν
μια καλύτερη μοίρα και της εύχονταν να βρει ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί,
και έτσι να νοικοκυρευτεί.
Ήταν και ένας μικρέμπορας, που τον έλεγαν Αλή. Είχε
μαυριδερό πρόσωπο και ήταν φανερό πως ήταν Άραβας. Είχε έρθει μια μέρα με ένα
φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και εγκαταστάθηκε για πάντα στη πόλη
του Κτημάτου. Έφερε μαζί του ψιλικά λογιών ειδών, και έκαμε το επάγγελμα του
Γυρολόγου.
Με τον καιρό κέρδισε πολλά χρήματα, και καθώς ήταν
καλός νοικοκύρης, τα επένδυε αγοράζοντας γην εις το χωρίον της Γεροσκήπους
δημιουργώντας αργά και με τον καιρό, ένα μεγάλο τσιφλίκι. Ύστερα προσέλαβε
πολλούς μισταρκούς, εφύτευσε φυτείες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης.
Με αυτό τον τρόπο πρόκοψε και έγινε εύπορος και νοικοκύρης.
Μα πριν γίνει άρχοντας, όταν ακόμα γυρολογούσε και
περνούσε από την Χλώρακα, μέσα στην καρδιά του έβαλε την όμορφη φτωχή κόρη.
Όμως, καθώς και αυτός πολύ φτωχός, δεν τόλμησε καμιά φορά να της φανερώσει την
αγάπη του.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό, μια Κυριακή που τέλειωσε
η λειτουργία στην εκκλησιά και πολλοί χωριανοί κάθονταν στον καφενέ, από μακριά
στη στράτα φάνηκε ένα ψηλό άλογο που το καβαλίκευε ένας νεαρός με την καλή του
φορεσιά που έδειχνε αρχοντιά, να έρχεται προς το χωριό.
Οι φτωχοί χωρικοί το αντίκρισαν με περιέργεια να
έρχεται και να ξεπεζεύει, να δένει το ζώο και να κατευθύνεται στον καφενέ και
εγκάρδια να τους χαιρετά.
Έκπληκτοι αναγνώρισαν τον παλιό πραματευτή τον Αλή
έναν άρχοντα πλέον καθώς φαινόταν, και που ήρθε να τους επισκευθεί.
Όμως για να μην τα πολυλογούμε, ο άρχοντας Αλής, είχε
έρθει στο χωριό για να γυρέψει γυναίκα του την όμορφη Πατού. Και έγιναν οι
γάμοι, στρώθηκαν τρικούβερτα τραπέζια, και γιόρτασαν όλοι, και χάρηκαν όλοι για
την καλή τύχη της ορφανής.
Ύστερα η Πατού έφυγε με τον άντρα της και έμεινε το
χωράφι της έρημο, ακαλλιέργητο, τα τρεμίθια και τα τεράτσια έμειναν πάνω στα
δένδρα, όμως μέχρι σήμερα έμεινε το όνομα ως «χωράφι της ΑληΠατούς. Είναι
αληθινή ιστορία, και το χωράφι της Αληπατούς, ευρίσκεται στην οδό Νικόλα
Πενταρά και Αντώνη Χ΄Αχχιλλέα, 200 μέτρα από την παλιά βρύση του
χωριού.
Ο ΜΕΛΑΝΟΣ
Είναι ένας υπερυψωμένος τόπος στα
νότια σύνορα της Χλώρακας προς τη μεριά της Κάτω Πάφου. Τα πετρώματα του είναι
στο σύνολο τους από μέλανο, εξ ου και το τοπωνύμιο του.
Όμως μια παλιά ιστορία λέει πώς
όταν τα χρόνια εκείνα που η δουλεία υπήρχε ως θεσμός σε όλους τους
πολιτισμούς του κόσμου, και πήγαζε από την ανάγκη εξεύρεσης εργατικού και
αγροτικού δυναμικού, καθώς και άλλων αναγκών, και η υποδούλωση των ανθρώπων
θεωρείτο επί δεκάδες αιώνες μια απόλυτα νόμιμη κατάσταση κατά την οποία δούλοι
ή σκλάβοι αντιμετωπίζονταν ως αντικείμενα και η μεταχείριση τους στη σκληρή εργασία
ήταν μέχρι θανάτου, έτσι και η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε του κανόνος, και κατά τη
διάρκεια των αιώνων, ο φτωχός πληθυσμός ως υπόδουλοι κάτοικοι, υπήρξαν σκλάβοι.
Καθώς όμως μικρός ο πληθυσμός, οι τσιφλικάδες και οι ιδιοκτήτες των λατομείων
του χαλκού, χρησιμοποιούσαν νέγρους σκλάβους τους οποίους εφοδιάζονταν από
δουλέμπορους που τους έφερναν με τα πλοία.
Στην Πάφο το φαινόμενο αυτό
παρατηρήθηκε να συμβαίνει εις μεγάλο βαθμό κατά τον 12ο αιώνα,
όταν οι Φράγκοι κατακτητές μοίρασαν τη γη σε φεουδάρχες, οι οποίοι ησχολήθησαν
με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμων και τεύτλων για την παραγωγή ζάχαρης την
οποίαν εξήγαγαν στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης.
Στη Πάφο η περιοχή της Μάας έως
την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν μια απέραντη πεδιάδα την οποίαν καλλιεργούσαν και
έσπερναν με τεύτλα μέχρι την εποχή των Ρηγάδων. Απόδειξη περί τούτου, αποτελεί
το αυλάκι της Ρήγαινας που τα απομεινάρια του ακόμα ευρίσκονται στη Χλώρακα,
και το οποίο χρησίμευε για να φέρνει νερό από τα λουτρά του Άδωνη, και να
ποτίζεται ο κάμπος από τη Χλώρακα μέχρι το κάστρο της Πάφου.
Στη Χλώρακα λοιπόν μια παλιά
εποχή, οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν να δραπετεύσουν μη αντέχοντας άλλο τη σκληρή
δουλεία. Γνωρίζοντας πώς θα βρουν το θάνατο με την εξέγερση τους, εντούτοις
προτίμησαν αυτού του είδους τη λύτρωση από την απάνθρωπη μεταχείριση που
τύχαιναν από τον αφέντη τους ο οποίος ήταν ένας πολύ σκληρός φεουδάρχης. Τους
κυνήγησε μέχρι το ύψωμα που δεσπόζει πέρα από τον κάμπο, και εκεί τους
κατάσφαξε όλους, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δώσει ένα παράδειγμα. Το αίμα έτρεξε
ποτάμι και πότισε όλη τη γη, και συνέχισε να ρέει μέχρι τη θάλασσα η οποία
βάφτηκε με μελανί χρώμα όπως και η γη που ποτίστηκε και χρωματίστηκε παίρνοντας
όψη μελανή. Από τότε ο χερσαίος τόπος της άγριας σφαγής, ονομάστηκε από τους
ντόπιους Μέλανος και η θάλασσα Μελανούθκια, καθώς η γη στη στεριά και στη
θάλασσα, έμεινε βαμμένη σε χρώμα μελανί από το αίμα των σκλάβων με το οποίο
ποτίστηκε.