Παρακαλούνται όσοι αναδημοσιεύουν φωτογραφίες ή κείμενα, να αναφέρουν την πηγή ώστε να τηρείται η στοιχειώδης δεοντολογία.

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ


Έως σήμερα διατηρούμε ήθη και έθιμα που κρατάνε από βάθος χρόνου, τα οποία διαδόθηκαν από γενιά σε γενιά. Είναι έθιμα συνδεδεμένα με την θρησκεία μας, και τις παραδόσεις μας και καταδεικνύουν τη διαβίωση και τον πολιτισμό των προγόνων μας.

ΝΕΚΡΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
(Μερικές πληροφορίες από το βιβλίο «Κυπριακή λαογραφία» του Ξενοφώντα Π. Φαρμακίδη)
Ο θάνατος είναι η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ο άνθρωπος στάθηκε πάντα μπροστά σ’ αυτό το σημαντικό γεγονός με δέος και μόνο άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι ή άνθρωποι με φιλοσοφικές τάσεις μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με αυτή την τραγικότητα που περικλείει η ζωή.
Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ζωή και ψυχή. Η ψυχή εγκαταλείπει  το σώμα μονο όταν αυτό παψει να είναι ζωντανό. Η λέξη ψυχή κυριολεκτικά σημαίνει πνοή, διότι προέρχεται από το ρήμα ψύχω, που σημαίνει πνέω, δηλαδή είναι η ένδειξη της ζωής στο σώμα η οποία εκδηλώνεται μέσω της αναπνοής. Εντούτοις ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει πολύ περισσότερα, ιδίως όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή, τόσο που κυριάρχησε στη θρησκεία και τη φιλοσοφία.
Η λέξη θάνατος σημαίνει η παύση της λειτουργίας ενός οργανισμού. Με το θάνατο η θερμοκρασία του σώματος πέφτει στους 20 °C, η αναπνοή μαζί με τους χτύπους της καρδιάς σταματά και το πρόσωπο κιτρινίζει. Ορισμένα κύτταρα του σώματος ζουν και δυο μέρες μετά το θάνατο του.
Επειδή οι άνθρωποι αγαπούσαν τη ζωή και φοβούνταν τον θάνατο, για να παρηγορούνται πίστεψαν ότι υπάρχει η ψυχή που είναι αθάνατη, γι αυτό κηδεύουν τους πεθαμένους ανθρώπους με τιμές.
Με τη λεξη κηδεία ονομάζουμε το σύνολο των τελετών που γίνονται μετά το θάνατο. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει στη νεοελληνική φροντίζω, επιμελούμαι.
Η τελετή της κηδείας αποτελεί τρόπο έκφρασης της αγάπης των ζωντανών προς τον εκλιπόντα. Οι χριστιανοί πιστεύοντας ότι το σώμα είναι προορισμένο να αναστηθεί θάβουν τον νεκρό με όλες τις τιμές. Για αυτό το λόγο πριν από την ταφή τον λούουν, τον στολίζουν, τον ντύνουν με τη καλή στολή και τον τοποθετούν ακάλυπτο σε φέρετρο.
Σύμφωνα με τα έθιμα και το νόμο ο νεκρός θα πρέπει να παραμείνει άταφος τουλάχιστον 24 ώρες από τη διάγνωση του θανάτου. Ίσως ο λόγος να είναι για τις περιπτώσεις της νεκροφάνειας, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να θάψουν κάποιον ζωντανό.
Υπάρχει συνήθεια να φυτεύονται λουλούδια στο τάφο ώστε να αγαλλιάσει η ψυχή του νεκρού και να εξαγνιστεί το έδαφος.
Μετά το θάνατο γίνονται μνημόσυνα για να ενθυμούνται τον νεκρό  Σε αυτά προσφέρονται κόλλυβα στους παρευρισκόμενους στην εκκλησία. Η λέξη κόλλυβα προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη «κόλλυβος» που σημαίνει σταθμικό μέτρο για τον προσδιορισμό του βάρους του χρυσού, όπως επίσης και κάθε νόμισμα μικρής αξίας, δηλαδή το πολύ λεπτό σε πάχος και αξία νόμισμα. Με τη λέξη κόλλυβα εννοείται κάθε είδος μικρού γλυκού από σιτάρι και το έθιμο των κολλύβων οφείλεται στην παλαιά συνήθεια της διανομής νομισμάτων κατά τα μνημόσυνα. Η διανομή νομισμάτων - κολλύβων συνδέονταν με την ελεημοσύνη κατά τα χρόνια του χριστιανισμού. Αυτές τις ελεημοσύνες ελάμβαναν, από τα υπάρχοντα του αναπαυομένου, οι πτωχοί, οι συγγενείς και οι φίλοι του μεταστάντος, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Σήμερα το έθιμο της προσφοράς νομισμάτων στους παρευρισκομένους σε κηδεία το έχουν οι Μουσουλμάνοι.
Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού, ειναι οι δύο Αρχαγγέλοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί που παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μετά το θάνατο, σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός και τα πλένουν ή τα καίνε, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή.
Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς. Μετά και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν μνημόσυνο του νεκρού τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα. Στις σαράντα μέρες κάνουν το σαρανταλείτουργο και προσφέρουν κόλλυβα και συγχωράνε.
Οταν καποιοι χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες και δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται, σημαινει οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κάποιον, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ' αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.
Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος. Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.
Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.
Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.
Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.
Αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.
Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα και ποτήρια, έτσι πετούν το θάνατο. 
Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο.
Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια. 

Το σφάλωμα των αμμαθκιών. 
Όταν εκπνεύσει και πεθάνει ο άνθρωπος, πρώτον μέλημα των παρισταμένων είναι να του κλείσουν τους οφθαλμούς με τους αντίχειρες των δυο χεριών τους, αφού πρώτα τους τρίψουν στο χώμα, ειδάλλως οι οφθαλμοί δεν κλείνουν. Λέγεται ότι όσες φορές εδοκίμασαν, οι οφθαλμοί δεν έκλειναν  μέχρις ότου οι αντιχείρες ετρίβησαν στο χώμα. Φαίνεται εδώ να εφαρμόζεται ο θείος λόγος: «Γη εί και εις γην επελεύσει» 

Η αγωνία του ετοιμοθάνατου. 
Συμβαίνει πολλές φορές ο ετοιμοθάνατος να μην ξεψυχά και να βασανίζεται και να αγωνιά ενώ καταλαβαίνει ότι θα πεθάνει, αλλά η ψυχή του να μην βγαίνει, και αυτό αυτό να παρατείνεται για μέρες χωρίς να επέρχεται το τέλος. Πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει γιατι ο ψυχορραγών αμάρτησεν και για να επισπεύσουν τον θάνατον, τοποθετούν στον λαιμόν του το όργανον με το οποίον αμάρτησε. Π.χ. αν ήταν ζυγιστής και ξεγελούσε τους πελάτες του στο ζύγισμα, του έβαζαν το καντάριν (όργανον ζυγίσματος) στο λαιμό και ευθύς ξεψυχούσε. Αν ήταν υφασματοπώλης και έκλεβε στο μέτρημα, του έβαζαν τον πήχη κτλ.
Στη Πάφο συνηθίζουν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του πεθαμένου ο οποίος είχε αδικηθεί από τον ψυχορραγούντα, να το ανακατεύουν σε νερό και να ποτίζουν τον ετοιμοθάνατο. Έχει παρατηρηθεί ότι με αυτόν τον τρόπον ο άρρωστος εκπνέει και υσηχαζει.

Όταν ο ετοιμοθάνατος αναζητεί πεθαμένους οικείους του. 
Κάποιες φορές ο ετοιμοθάνατος αναζητεί επίμονα να δει κάποιον δικόν του ο οποίος όμως είναι ήδη πεθαμένος. Οι συγγενείς για να τον καθυσηχάσουν και να τον παρηγορήσουν, τοποθετούν στο στήθος του μικρά κλαδιά λεμονιάς, λέγοντας του ότι του τα στέλλει αυτός που απουσιάζει. Ή τον ποτίζουν τρεις γουλιές χλιαρό νερό λέγοντας του ότι τον ποτίζει ο αγαπημένος του που απουσιάζει και επέστρεψε. Μ αυτό τον τρόπο υσηχάζει ο ετοιμοθάνατος, και ξεψυχά καθησυχασμένος.

Η επιθυμία του ψυχορραγούντος. Πολλές φορές οι ετοιμοθάνατοι ζητούν επίμονα κάποιο φαγητό το οποίον όμως τους βλάπτει ένεκα της καταστάσεως τους, οπότε οι οικείοι τους δεν εκπληρώνουν την επιθυμίαν τους. Αν ο ετοιμοθάνατος το επιζητεί μέχρι της τελευταίας του πνοής, μετά τον θάνατον του οι συγγενείς του εναποθέτουν επί των εσταυρωμένων χεριών του το φαγητό που επιθυμούσε.
Ο λαογράφος συγγραφεύς Ξενοφώντας Π. Φαρμακίδης, μαρτυρεί ότι το 1882 η αποθανούσα δεκαεφτάχρονη αδερφή του Ευλαλία, ζητούσε επιμόνως δαμάσκηνα τα οποία έβλεπε από το παράθυρο της στην απέναντι αυλή ενώ ευρισκόταν ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι της. Όταν απεβίωσε, οι γονείς της εναπόθεσαν στα εσταυρωμένα χέρια της  κλαδίν φορτωμένο με δαμάσκηνα.

Το καντήλι του νεκρού. Πεθαίνοντας ο άρρωστος τοποθετείται από τους συγγενείς του σε μακρουλό τραπέζι με την κεφαλήν στραμμένην προς την ανατολή και τον ευπρεπίζουν και τον μιζαρώνουν με τα σάβανα.
Από την κλίνην στην οποίαν εξέπνευσεν, σηκώνουν το κρεβάτι και στο μέρος της κεφαλής τοποθετούν καντήλιν αναμμένο και ένα πιάτο γεμάτο με νερό βάζοντας πάνω του δυο ξυλαράκια σε μορφή σταυρού, και επί αυτών τοποθετούν έναν άρτον. Τα αφήνουν επί τρεις ημέρες γιατι πιστεύουν ότι η ψυχή του τεθνεώτος έρχεται και νίπτεται για να παρουσιαστεί ευπρόσωπος ενώπιον του Θεού, αλλά και για να επισκοπήσει τα μέρη της οικίας του. Μετά την παρέλευση των τριών ημερών, ο άρτος δίδεται ελεημοσύνη επ ονόματι του νεκρού.
Σε ορισμένους τόπους μετά την εκπνοή του αρρώστου, τοποθετούν κάτω από την κλίνην πιάτο με άρτον επ αυτού, και καντήλι αναμμένο για σαράντα μέρες. Την τεσσαρακοστήν ημέρα ο άρτος δίδεται ως ελεημοσύνη στον πρώτον τυχόντα πτωχό. Λέγεται ότι ο άρτος αυτός αντέχει εις την ευρωτίασην, δηλαδή δεν μουχλιάζει.

Ο νεκρός και η βλασφημία. Όσο ο νεκρός μένει άταφος, θεωρείται κακό να διαπληχτίζονται και να μαλώνουν στην οικία του. Επίσης είναι κακό κάποιος να βλασφημεί, διότι αυτό είναι επίκληση του διαβόλου, και έχει ως αποτέλεσμα το στοίσιωμαν του νεκρού.

Το κρεβάτι και τα ενδύματα του νεκρού. Σε ορισμένα μέρη τυλίγουν το κρεβάτι του νεκρού επί της κλίνης και τοποθετούν πιάτο γεμάτο με λάδι από το ευχέλαιο και ένα φυτίλι να ανάβει. Μετά από σαράντα μέρες φέρουν το κρεβάτι στην αυλή και τοποθετούν πάνω τα ρούχα που φορούσε την  ώρα που ξεψυχούσε ο νεκρός. Τα ραντίζουν με νερό και ύστερα τα πλένουν και τα δίδουν σε οποιονδήποτε φτωχό συναντήσουν πρώτον, ή τα αποστέλλουν σε κάποιον φτωχό που έχουν υπ όψιν τους.
Σε άλλους τοπους το περιτυλιγμενο κρεβατι καθως και τα ρουχα που φορουσε ο νεκρος κατά την ωρα της εκπνοης, τα τοποθετουν σε παράμερος μέρος της οικιας και καθημερινως επι σαραντα μερες τα ραντίζουν με νερο.
Άλλοι άνθρωποι καίνε το κρεβάτι και τα ρούχα από φόβο μεταδόσεως μικροβίων ή ασθενειών. 

Το πόσιμον ύδωρ. Μετά την εκπνοή του αρρώστου, οι νοικοκυραίοι χύνουν όλα τα πόσιμα ύδατα από τα οικιακά σκεύη, διότι θεωρείται ότι δι αυτών ο χάροντας έπλυνε την ρομφαία του (το σπαθί του) με την οποίαν αφαίρεσε την ψυχή του πεθαμένου. Σε ορισμένους τόπους δεν χύνουν τα ύδατα μόνο στο σπίτι του νεκρού, αλλά εις όλην την κοινότητα και τα αντικαθιστούν με φρέσκα, διότι θεωρούνται ύδατα του πεθαμένου και ότι είναι μολυσμένα και δεν είναι πλέον πότιμα.

Κηδεία. Λέγοντας κηδεία εννοούμε το σύνολο των φροντίδων και τελετών που γίνονται μετά το θάνατο κάποιου. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το ρήμα «κήδομαι» που σημαίνει φροντίζω, επιμελούμαι.
Δυο μέρες μετά την ταφή οι συγγενείς κάνουν μνημόσυνο που ονομάζονται τριήμερα, ενώ οχτώ μέρες μετά την ταφή ακολουθούν τα ενιαήμερα. Επιπλέον πραγματοποιούνται επιμνημόσυνες τελετές στις 40 μέρες, στους 3, 6 και 9 μήνες και στον χρόνο, και μετά κάθε χρόνο στην ημερομηνία του θανάτου. Οι συγγενείς του νεκρού για σαράντα μέρες βρίσκονται σε πένθος εκδηλώνοντας το φορώντας οι γυναίκες μαύρα ρούχα και οι άντρες μένοντας αξύριστοι και φορώντας μαύρο περιβραχιόνιο.
Όταν περνά κηδεία στο δρόμο, οι νοικοκυραίοι κλείνουν τις πόρτες των σπιτιών και των καταστημάτων και χύνουν νερό στο κατώφλι τους πιστεύοντας ότι έτσι ανακουφίζεται η ψυχή του πεθαμένου. Όταν επιστρέψουν στα σπίτια των μετά την κηδεία, έξω από τις πόρτες τους πλένουν τα χέρια τους πιστεύοντας ότι έτσι διώχνουν τον θάνατον από τες οικίες των. Αυτό το εθιμο είναι υγιεινό διότι με το πλύσιμο καθαρίζονται από τα μικρόβια και τις ασθένειες τα χέρια τους τα οποία κρατούσαν ή άγγιζαν τον νεκρόν.
Κατά την κηδεία συνηθίζεται να προπορεύεται κάποιος κρατώντας αγγείο γεμάτο νερό και να ακολουθεί άλλος κρατώντας πιάτο γεμάτο λάδι. Αν κάποιος έρχεται εκ της αντιθέτου μεριάς, πιστεύουν ότι πρεπει να λοξοδρομήσει διότι αν συναπαντηθεί μαζί τους θα πεθάνει εντός των ερχομένων σαράντα ημερών.

Παρηορκά. Μετά την ταφή, επί του τάφου οι συγγενείς προσφέρουν οινοπνευματώδες ποτό μετά προδορπίου (συνήθως χαλούμι, ελιές και ψωμί). Σε διάφορους Ελλαδικούς χώρους ονομάζεται μακαρκά (μακαριά), δηλαδή παρηγοριά. 

Καθαριότης. Μετά την έξοδο του νεκρού το σπίτι σαρίζεται ολόκληρο αρχίζοντας το σκούπισμα από την κύρια είσοδο προς τα εντός της οικίας, πιστεύοντας ότι έτσι κανείς άλλος όταν εξέρχεται δεν πεθαίνει. Επίσης ραντίζουν και καπνίζουν το σημείο στο οποίο εξέπνευσε ο νεκρός.
Στο χωριό Ζώδκια θεωρείται δυσοίωνο να εκπνεύσει ο ασθενής επί της κλίνης, γι αυτό τον κατεβάζουν και τον ξαπλώνουν σε στρωσίδι στο πάτωμα για να μην αφήσει την τελευταια του πνοή στο κρεβάτι. Στο τόπο που έστρωσαν και εξέπνευσε σκουπίζουν, ραντίζουν και θυμιάζουν επί σαράντα μέρες. Το εθιμο του ραντίσματος και του θυμιάματος επί σαράντα μέρες το εφαρμόζουν και σε τόπους εκτός οικίας όπου εκεί πέθαναν άνθρωποι, πχ. από πτώση δένδρου ή γκραιμμού.
Για τους Αρχαίους Έλληνες ο νεκρός θεωρείτο ακάθαρτος και μολυσμένος, γι αυτό όσοι έρχοντο σε επαφή με το πτώμα ή με την οικογένεια του, έπρεπε επιστρέφοντας στο σπίτι τους να καθαριστούν κάνοντας μπάνιο.

Ο νεκρός τη νύχτα. Σε παλαιότερες εποχές, ουδέποτε ο νεκρός αφηνόταν μόνος και αφύλαχτος τη νύχτα. Όφειλε κάποιος συγγενής ή κάποιος επί πληρωμή να αγρυπνήσει και να φυλάξει το πτώμα να μην το πλησιάσει γάτος, διότι πίστευαν ότι στοίσιωνε ή μετενσαρκωνόταν.

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΤΕ ΜΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΟΥ:
Οι Καλικάντζαροι
Οι καλικάντζαροι χουν ανθρώπινη μορφή, είναι πετσί και κόκκαλο, και κακάσχημοι. Βγάζουν άναρθρες κραυγές, και εμφανίζονται τις σκοτεινές νύχτες, και τρομάζουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Μπαίνουν από τις νηστειές των σπιτιών, κλέβουν και μαγαρίζουν ότι βρουν μέσα στο σπίτι. Είναι φοβιτσιάρηδες, γι αυτό επιτίθενται όλοι μαζί.
Μεταμφιέζονται με άλλες μορφες, και ξεγελουν τους ανθρώπους. Μια φορά ένας καλικάντζαρος ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός τον κατάλαβε, τον άρπαξε και τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο. Ο καλικάντζαρος θέλοντας να τον εκδικηθεί, τον ρώτησε το όνομα του, ώστε αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας. Πάει ο καλικάντζαρος και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους, και τους είπε πως τον έδειρε ο Κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως επέμεινε τόσο πολύ, που τους νευρίασε, και για να ησυχάσουν τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου. Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις δουλειές.

Οι ελιές
Οι άνθρωποι που έχουν πολλές ελιές στο σώμα τους, συνήθως έχουν γερά κόκαλα, εύρωστους µυς και κυρίως λιγότερες ρυτίδες. Αυτό είναι αποδεδειγμένο από την παρατήρηση δια μέσου του χρόνου, αλλά επίσης παρατηρημένο, πώς όσο περισσότερες ελιές έχει κάποιος από νεαρής ηλικίας, τόσο περισσότερη προκοπή και πλούτη θα αποχτήσει όταν μεγαλώσει.

Κατά τη γέννηση
Εάν ήταν βραδεία η γέννα, άνοιγαν όσα έπιπλα είχαν κλειδαριά όπως συρτάρια, αρμαρόλλες, ώστε τοιουτοτρόπως πίστευαν πως ανοίγει η μήτρα και ξεγενιέται το μωρό.
Εάν επίσης η γέννα καθυστερούσε πλέον του κανονικού, πίστευαν ότι κάποιος τη μάτιασε ή την καταράστηκε, και έπρεπε να τον εύρουν και να τον παρακαλέσουν να πλύνει τα χέρια του, και με το απόπλυμμα πότιζαν την ετοιμόγεννη.
Για τη γέννα φώναζαν τη μαμή η οποία έβαζε την ετοιμόγεννη να καθίσει σε ειδική καρέκλα και την ξεγεννούσε. Έπλενε το μωρό με χλιαρό νερό όπου μέσα έριχνε κρασί, ζάχαρη και άλας, και το περιτύλιγε με ύφασμα από ρούχο του πατρός του, ώστε όταν μεγαλώσει να του μοιάσει. Έδενε σφιχτά με μεταξωτή κλωστή τον ομφάλιο λώρο, και τον έκοβε με ένα ψαλίδι, και τον καυτηρίαζε με τη φλόγα ενός κεριού. Το υπόλοιπον του ομφάλιου λώρου, τον έθαβαν για να μην φαγωθεί από γάτο ή σκύλο, διότι πίστευαν πως το παιδί άμα μεγάλωνε θα γινόταν κακός άνθρωπος.
Τις τρεις πρώτες ημέρες η λεχώνα έπρεπε να συντροφεύεται, διότι αν έμενε μόνη θα την άγγιζε ο έξω από δω, ενώ το μικρό παιδί όσο έμενε αβάπτιστο, έπρεπε να είναι συνεχώς με τη μητέρα του, για να μην το αλλάξουν με ένα άλλο μωρό οι ανεράδες.

Βάπτιση
Η βάπτιση γινόταν μετά τις 40 μέρες της γεννήσεως, και συνήθως μέσα στον πρώτο χρόνο. Το όνομα που διαλεγόταν ήταν είτε του ενός παππού, είτε της μιας στετές (γιαγιάς). Ένεκα της επιλογής, δημιουργούνταν κακοφανίσματα και Ομηρικοί καυγάδες, έτσι πολλοί γονείς διάλεγαν ένα Ομηρικό όνομα για να μην κακοφαίνεται κανενός.
Τα παλιά χρόνια συνήθιζαν να βαπτίζουν τα μωρά ημέρα Σάββατο, ώστε την επόμενη μέρα Κυριακή, να το μεταλάβουν.
Μετά το μυστήριο, ο τατάς κρατώντας το μωρό αγκαλιά και ακολουθούμενος από τον ιερέα, τους γονείς και όσους είχαν παραστεί στη βάπτιση, πήγαιναν εν πομπή στο σπίτι των γονέων. Η μητέρα στεκόταν εντός της θύρας, και αφού έκανε τρεις μετάνοιες, παραλάμβανε το μωρό από τον τατά, ο οποίος στεκόταν στο κατώφλι. Ύστερα ασπαζόταν το χέρι του ιερέως και του αναδόχου, και εισέρχονταν όλοι εντός της οικίας όπου έστρωναν γλέντι.

Ο ΓΑΜΟΣ
Παλιά οι σχέσεις μεταξύ των δυο φύλων των νέων ήταν αυστηρά απαγορευμένες, σχεδόν ακόμα και να μιλήσουν αναμεταξύ τους. Γι αυτό, τα παντρολογήματα συνήθως γίνονταν με συνοικέσια. Τα προξενιά γίνονταν είτε με προξενητή, είτε μ’ ένα συγγενικό πρόσωπο, που μιλούσε στους γονείς της νύφης χωρίς τις περισσότερες φορές να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της κοπέλας. Οι γονείς συνήθιζαν να παντρεύουν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία, και αν μια κοπέλα ξεπερνούσε τα 22-25 θεωρείτο γεροντοκόρη, και ένας νέος αν περνούσε τα τριάντα λογαριαζόταν γεροντοπαλίκαρο.
Οι νέοι στην ύπαιθρο παντρεύονταν νέοι με ευχαρίστηση, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να έχουν σεξουαλικές σχέσεις, αφ εταίρου για να κάνουν παιδιά να τους βοηθούν στις γεωργικές δουλειές που συνήθως ασχολείτο ο πληθυσμός. Στα χωριά εκτός από κάποιο καφενείο που πήγαιναν πρωί για να μάθουν κάποιο νέο πριν πάνε στα χωράφια, δεν υπήρχε άλλη ψυχαγωγία ούτε τηλεόραση, ακόμα και ραδιόφωνο μόνο στα καφενεία εύρισκε κάποιος. Γι αυτό μη έχοντας πολλά να κάνουν τα βράδια, ξάπλωναν ενωρίς, με αποτέλεσμα να κάνουν πολλά παιδιά, κάτι για το οποίο οι πατεράδες χαίρονταν γιατί είχαν πολλά εργατικά χέρια, αλλά που οι μανάδες υπέφεραν καθώς γνωρίζουμε πόσο δύσκολος είναι ο κάθε τοκετός αλλά και το ανάγιωμα των μωρών.
Πρώτα έκαναν τα λογιάσματα, δηλαδή έδιναν το λόγο τους, και έφτιαχναν το προικοσύμφωνο όπου σε αυτό έγραφαν τι θα έδιναν ως προίκα στα παιδιά τους. Συνήθως προίκα έδινε η οικογένεια της κόρης, συμπεριλαμβανομένης εκτός από χωράφια και ζώα, μίας οικίας, την οποία για να φτιαχτεί βοηθούσαν όλα τα αδέλφια της νύφης.
Ακολουθούσαν τα αρραβωνιάσματα  όπου αντάλλαζαν δαχτυλίδια και ακλουθούσε διασκέδαση.
Ακολουθούσε ο γάμος ο οποίος διαρκούσε τρεις ημέρες, από το Σάββατο μέχρι τη Δευτέρα.
Το κάλεσμα γινόταν ένα μήνα πριν.
Το Σάββατο γινόταν το ράψιμο του κρεβατιού του αντρογύνου με τη συνοδεία βιολιού και λαούτου. Το γέμιζαν με μαλλί από πρόβατα και το έραβαν κοπέλες, ενώ οι συγγενείς πλούμιζαν. Στη συνέχεια οι κουμπάροι χόρευαν το χορό του κρεβατιού, ενώ πάνω στο κρεβάτι κυλούσαν μικρά παιδιά. Αν κυλούσαν αγόρι, πίστευαν ότι το αντρόγυνο θα έκανε πρώτα αγόρι. Αν κυλούσαν κορίτσι, θα έκαναν κορίτσι.
Το Σάββατο επίσης έπλεναν το σιτάρι για το ρέσι και το άλεθαν σε χειρόμυλους. Ξημερώνοντας Κυριακή το ξανάπλεναν και το έβαζαν μέσα σε χαρτζιά πάνω στη φωτιά να ψηθεί.
Την Κυριακή υπό συνοδεία μουσικής, στόλιζαν τη νύφη στο πατρικό της σπίτι, και την έζωναν και την κάπνιζαν και της έδιναν ευχές οι γονείς, και οι στενοί συγγενείς .
Στο σπίτι του γαμπρού ξύριζαν και έντυναν τον γαμπρό, και ύστερα τον έζωναν και αυτόν.
Ακολουθούσε ο γάμος στην εκκλησία, και στο σπίτι τα συχαρίκια, τα δώρα, και το φαγοπότι. Την νύχτα χόρευε το αντρόγυνο, όπου τους πλούμιζαν με χαρτονομίσματα τα οποία καρφίτσωναν πάνω στα ρούχα τους οι γονεις, οι φίλοι και οι κουμπάροι.
Τη Δευτέρα του γάμου, το πρωί οι κουμπάροι γύριζαν και μάζευαν όρνιθες από τους χωριανούς για να τις ψήσουν και να συνεχίσουν το γλέντι όταν ο Ήλιος έγερνε και έδυε.

ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Κάλεσμα: Ένα μήνα περίπου πριν τα στεφανώματα ξεκινούσε το κάλεσμα το οποίο σταματούσε μια βδομάδα πριν το γάμο. Οι χωριανοί ως κάλεσμα λάμβαναν ένα κερί το οποίο διένεμε από σπίτι σε σπίτι επί πληρωμή μια χωριανή, ενώ τους στενούς συγγενείς όπως τον τατά και τη νούννα τους καλούσαν αυτοπροσώπως οι μελλόνυμφοι με μια ζεστή κουμουλιά τυλιγμένη σε μαντηλιά. 

Κανίσσια: Οι συγγενείς από την Παρασκευή πριν το γάμο έπαιρναν κανίσια (δώρα) ανάλογα με τη δυνατότητα τους όπως πετεινούς και σιτάρι για το ρέσι, ίσως και καμιά γίδα ή αρνί και ότι άλλο για το τσιμπούσι που θα λάμβανε χώρα στο γάμο. 

Το Σάββατο μαζεύονταν φίλοι και οι συγγενείς για να φτιάξουν το ρέσι. Κουπάνιζαν το σιτάρι με φαούτες, ενώ οι υπόλοιποι χωριανοί τριγύρω τους παρακολουθούσαν και διασκέδαζαν υπό τον ήχο λαουτάρη και βιολιστή. Ακολούθως ανέμιζαν το σιτάρι, το έπλεναν και σε χαμηλή φωτιά μέσα στα χαρτσιά τοποθετούσαν σφαγμένα κοτόπουλα, και από πάνω το κουπανισμένο σιτάρι και νερό. Το άφηναν όλη νύχτα και μέχρι το απόγευμα όπου θα το σερβίριζαν, ενώ συνεχώς το ανακάτευαν και το λάτσιζαν. Έφτιαχναν από τρία έως τέσσερα χαρτσιά, ανάλογα πόσο μεγάλος ήταν ο γάμος.

Το Σάββατο του γάμου επίσης σταύρωναν και στόλιζαν το κρεβάτι. Ακολούθως κυλούσαν πάνω ένα μικρό παιδί. Αν έβαζαν αγόρι, πίστευαν πως το αντρόγυνο θα γεννούσε αγόρι. Αν έβαζαν κοριτσάκι, πίστευαν πως θα γεννιόταν κορίτσι. Οι συγγενείς πλούμιζαν το κρεβάτι και ύστερα πρώτα οι κουμπάροι και μετά οι κουμέρες, το σήκωναν ψηλά και χόρευαν το χορό του κρεβατιού. 

Την Κυριακή από ενωρίς ξεκινούσαν την ετοιμασία των φαγητών που θα κερνούσαν τον κόσμο και κατά το μεσημέρι ξεκινούσε το στόλισμα της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού, το ζώσιμο, το κάπνισμα και ο χορός των ρούχων, ο καθένας στο σπίτι του υπό τον ήχο βιολιού, λαούτου και με συγκεκριμένων τραγουδιών.

Πρώτα πήγαινε υπό συνοδεία στην  εκκλησία ο γαμπρός και περίμενε να παραλάβει τη νύφη από τον πεθερό που ερχόταν μπράτσο με τη μελλόνυμφη επίσης υπό συνοδεία συγγενών.

Αν ο γαμπρός ήταν ξενοχωρίτης, ερχόταν καβαλικεμένος σε γαϊδούρι ή άλογο. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας μπαίνοντας του χωριού, έπρεπε να ξεπεζέψει και να συνεχίσει περπατητός. Αν αρνιόταν, οι συγγενείς της νύφης τον ανάγκαζαν να ξεπεζέψει. Αν δεν τα κατάφερναν, έπρεπε μετά το γάμο η νύφη να τον ακολουθήσει και να ζήσουν στο χωριό του. Αν ξεκαλλίκευε, έμενε σώγαμπρος στο χωριό της νύφης.

Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου σε συγκεκριμένη στιγμή, συνήθως ο γαμπρός πατούσε το πόδι της νύφης θέλοντάς να της υποδηλώσει τοιουτοτρόπως πως έπρεπε η γυνή να υπακούει και να φοβήται τον άνδρα.

Μετά την εκκλησία στο δρόμο για το σπίτι, οι γειτόνισσες έβγαιναν στο δρόμο με καπνιστήρι και ράντιζαν με ροδόσταγμα το αντρόγυνο. Πριν να μπουν οι νεόνυμφοι στο σπίτι, έπρεπε η νύφη να σπάσει ένα ρόδι πάνω στο ανώφλι της πόρτας, και ο γαμπρός να σφάξει ένα πετεινό με μια μαχαιριά για να ζήσει το αντρόγυνο ευτυχισμένο καθώς πίστευαν.

Ακολούθως στέκονταν στη σειρά για να δεχτούν τα συχαρίκια πρώτα ο πρώτος κουμπάρος, ύστερα το αντρόγυνο, η πρώτη κουμέρα, οι γονείς του γαμπρού, και οι γονείς της νύφης.

Ο πατέρας της νύφης ως αυτός που κατέβαλλε όλα τα έξοδα του γάμου, καλούσε έναν ένα τους καλεσμένους να περάσει στα τραπέζια για να τον σερβίρουν φαγητό.

Οι καλεσμένοι έδιδαν τα δώρα τους κυρίως μακαρόνια και κουζινικά σκεύη, ενώ οι συγγενείς χαιρετούσαν απλώς, περιμένοντας τη Δευτέρα του γάμου για να πλουμίσουν απλόχερα το ζευγάρι στο χορό του αντρογύνου.

Τη Δευτέρα του γάμου η νύφη έβαζε το Δευτερκάτικο της φόρεμα, και στο χορό του αντρογύνου όλοι οι συγγενείς καρφίτσωναν λίρες και πεντόλιρα πάνω στα ρούχα τους.

Μετά το πέρας του χορού οι χωριανοί διασκέδαζαν χορεύοντας υπό της ορχήστρας, ενώ οι συγγενείς έστρωναν τσιμπούσι καθώς την Κυριακή δεν είχαν την ευκαιρία να καθίσουν για φαγητό λόγω του ότι βοηθούσαν και σερβίριζαν τους ξένους καλεσμένους.

 

Την επόμενη Κυριακή γινόταν Αντίγαμος στο χωριό του γαμπρού για όσους χωριανούς του δεν μπόρεσαν να έρθουν στο γάμο. Έστρωναν τραπέζια με φαγητά, και δέχονταν συχαρίκια και δώρα. 


ΤΟ ΣΦΑΞΙΜΟ ΤΟΥ ΧΟΙΡΟΥ
Κάθε σπίτι είχε το γουρούνι του. Το ανάγιωνναν από τον Απρίλη και το έσφαζαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Όλη η διαδηκασία ήταν ένα είδος τελετής, και τα παιδιά είχαν τη δύναμη και παρακολουθουσαν το σκληρό θέαμα.
Οι συγγενικές οικογένειες μεταξυ τους καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το χοιρο της ώστε ολοι να μπορουν να βοηθησουν. Για τη σφαγή χρειαζονταν περιπου εξι ανδρες. Συνηθως η σφαγη ξεκινουσε λιγες μερες πριν, και τελειωνε την ημερα των Χριστουγεννων.
Πρωι-πρωι τα παιδια γεμιζαν το χαρτσιύ με νερο που ηταν πανω στη νηστια, και αναβαν τη φωτια συμπληρωνοντας ξυλα εως οτου το κωχλασει για να το χρησιμοποιησουν στο γδαρσιμο. Όταν το νερο ηταν ετοιμο, εσφαζαν τον χοιρο.
Το γουρούνι δενόταν απ' τα μπροστινά πόδια κι' αφού το έριχναν κάτω, με ένα δίκοπο μαχαίρι το έσφαζαν. Επρεπε ο σφαγέας να είναι τεχνίτης, ώστε να κόψει τον καρίτσαυλο με τεχνη για να μην υποφερει πολλη ωρα ο χοιρος, αλλα και για να αδειασει ολο το αιμα.
Δεν ήσαν λίγες οι φορές που το χτύπημα δεν έπιανε με την πρώτη, και
Ο καρίτσαυλος ηταν ο πρωτος μεζες τον οποιον εδιναν στα παιδια που τον εψηναν στα καρβουνα.
Μετα εβαζαν το κτηνό πανω σεταβλα, και ξεκινουσε η διαδικασια.
Πρωτα εβαζαν ένα κιτρομυλο στην έδρα του χοιρου για να μην λερωνει, και με κοφτερα μαχαιρια τον εγδαιρναν. Αφου εφευγαν ολες οι τριχες, τον ετριβαν με πουροπετρες για να καθαρισει καλα ολη η επιδερμιδα.
Μετά εβγαζαν τα εντόσθια και εδιναν τη φουσκα, τη φουσκωναν και την εδιναν στα παιδια να παιξουν μπαλα.
Ύστερα έκοβαν το συκώτι και το ψαρονέφρι και στην συνέχεια άρχιζε το κόψιμο του λίπους για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομματια. Το λίπος αφού το έλιωναν στη φωτια, το έβαζαν σε δοχεία
και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνοτο οποιον χρησιμοποιούσαν ως λάδι για όλα τα φαγητά.
Τη ράχη του χοίρου που ήταν χοντρη σε λίπος, την αλάτιζαν με μπολικο άλας και την κρεμμαζαν να στεγνωσει την οποια χρησιμοποιουσαν ως παστο λαρδι για προχειρο γευμα.
Η επεξεργασία συνεχίζονταν μέχρι να μπουν όλα σε τάξη: Να γυριστούν και να πλυθούν τα άντερα για λουκάνικα, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια ακόμα και η νουρά για να γίνει σούπα πατσιάς. Αν καμια φορα δεν προλαβαιναν και το γουρούνι έμενε ατεμάχιστο το βράδυ, κάρφωναν πάνω στο σφαχτό ένα πιρούνι για να φοβούνται οι καλικάντζαροι και να μην το μαγαρίσουν κατά την διάρκεια την νύχτας.

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Δίπλα στο θέατρο της Χλώρακας ευρίσκεται συντηρημένη και σε άριστη κατάσταση η παλιά Βρύση της Χλώρακας η οποία τρέχει τρεξιμιό νερό το οποίον παλιά χρησιμοποιούσαν για πότισμα των αγρών, αλλά και για πόσιμο.
Τα παλιά χρόνια κατά την ημέρα των Θεοφανείων, οι κάτοικοι για  να καλοπιάσουν τις καλές νεράιδες και τις κακές ανεράδες που πίστευαν ότι κατοικούσαν στις πηγές και στις βρύσες, προσέφεραν σπονδές όπως βασιλόπιττες και μελομακάρουνα για να γλυκάνουν αυτές και τα νερά τους.
Γεροντότεροι κάτοικοι μαρτυρούν πως στους παλαιούς καιρούς το πρωί των Φώτων μετά την εκκλησία, οι κάτοικοι συνήθιζαν να πηγαίνουν στη «Βρύση» του χωριού για να γεμίσουν τις στάμνες τους με καινούριο αγιασμένο νερό, αφού πρώτα γινόταν δέηση από τον ιερέα που το ευλογούσε στο όνομα του πατρός, του υιού και τους Αγίου πνεύματος, και ύστερα τους ράντιζε την κεφαλή με ένα κλωνί από λασμαρί ή βασιλιτσιάς.



ΜΑΡΤΗΣ - ΜΑΡΤΙΑ
Το μήνα Μάρτη βγαίνουν τα Μαρτούθκια, κάτι μικρά χνουδάτα με όμορφα χρώματα σκουληκάκια. Λένε πώς αν κάποιος τα πατήσει μένει φαλακρός. Για προστασία τα παιδιά χρησιμοποιούν βραχιόλια στα χέρια καμωμένα από άσπρη και κόκκινη κλωστή που φορούν στον καρπό και ονομάζονται Μάρτης ή Μαρτιά. Επίσης σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Στη Κύπρο οι Αποκριές λέγονται Σήκωσες. Ονομάστηκαν έτσι διότι κατά την περίοδο αυτή οι νυκοκυρές σηκώνουν τις μη νηστήσιμες τροφές από τα φαγητά.

 

Η πρώτη Σήκωση, λέγεται της κρεατινής γιατί τα φαγητά αποτελούνται κυρίως από κρέατα.

 

Η δεύτερη σήκωση λέγεται Κυριακή της Τυρινής, διότι δεν επιτρέπονται τα κρέατα, αλλά μόνο παρασκευάσματα από γάλα.

 

Κατά τις Αποκριές, τα κορίτσια έστηναν σούσες στα δέντρα και συγκεντρώνονταν για να σουστούν και να τραγουδήσουν. Το σούρουπο όλοι οι συγγενείς προσέρχονταν σε τραπέζι το λεγόμενο της Κρεατινής και διασκέδαζαν και προσπαθούσαν να μαντέψουν την ταυτότητα των μασκαρεμένων οι οποίοι φορούσαν μάσκες και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Συνήθως οι μεταμφιεσμένοι άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι γυναίκες άντρες.

Κατά το τσιμπούσι αυτό παιζόταν από τους παρευρισκομένους το παιχνίδι του αυγού όπου τρυπούσαν ένα βραστό αυγό, το κρεμούσαν με μια στερεή κλωστή και με ένα καλάμι το αιωρούσαν πάνω από τους καθήμενους, και όποιος μπορούσε να το δαγκάσει, ήταν ο τυχερός και το έτρωγε.


Συνέχεια της Τυρινής είναι η
 Καθαρά Δευτέρα, όπου συνεχίζονταν τα έθιμα. Την ημέρα αυτή, όλες οι οικογένειες εξορμούσαν στους αγρούς για να κόψουν τη μούττη της Σαρακοστής ψήνοντας ψάρια στα κάρβουνα και τρώγοντας νηστίσιμα φαγητά.

Εκεί μικροί και μεγάλοι έπαιζαν παραδοσιακά παιχνίδια όπως το πέταγμα του πετασιού (χαρταετός),

Επίσης έπαιζαν Τριάππιθκια (τριπλούν) όπου από μια γραμμή με 3 πηδήματα όποιος μπορούσε να πεταχτεί μακρύτερα, ήταν ο νικητής
Άλλα παιχνίδια ήταν τα Σκατούλιακα δηλαδή πλακουτσωτές πέτρες η μια πάνω στην άλλη και προσπαθούσαν να τες κουτσσισουν με άλλες από απόσταση.
Επίσης έπαιζαν Ππιριλλίν. Ήταν ένα παιχνίδι όπου μέσα σε ένα μικρό λακκούϊν
έριχναν από απόσταση ππιρίλλες (μικρές γυάλινες μπίλιες).

ΛΑΜΠΡΗ
Τις μέρες πριν την Λαμπρή, οι νοικοκυραίοι άσπριζαν με ασβέστη τα σπίτια τους και όλους τους πετρότοιχους. Οι νοικοκυρές ζύμωναν γα ναπαξιμάδια και φλαούνες, επίσης κοκκίνιζαν τα αυγά με λαζάρι, ένα είδος άγριου χόρτου από το οποίο έπαιρναν τις ρίζες και τις έβραζαν.
Το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια και έψαλλαν τον «Λάζαρο». Οι νοικοκυρές τους έδιναν ως δώρο φρέσκα αυγά για να τα βάψουν, φλαούνες, και χρήματα.
Τη Κυριακή των Βαΐων, οι πιστοί έπαιρναν  κλωνιά ελιάς στην εκκλησία, και την άφηναν μέχρι την Πεντηκοστή, οπότε αγιαζόταν η ελιά για το κάπνισμα το οποίον πίστευαν ότι έδιωχνε κάθε κακό και ζηλοφθονία.
Την Μεγάλη Πέμπτη, οι εικόνες του εικονοστασίου καλύπτονταν με μαύρα ρούχα σε ένδειξη πένθους.
Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί οι νέες μάζευαν λουλούδια από τις αυλές και τις φραχτές, και στόλιζαν τον επιτάφιο, ενώ τη νύχτα έψελναν τον επιτάφιο και ακολούθως έκαναν την περιφορά του στους δρόμους του χωριού.
Το Μεγάλο Σάββατο  το βράδυ οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα και καλούσαν όλους τους κατοίκους να πάνε στην εκκλησία για τη λειτουργία της Ανάστασης, ενώ στην πρωινή λειτουργία, όταν ο ιερέας έλεγε το «Ανάστα ο Θεός», οι πιστοί κτυπούσαν τους σκάμνους και αφαιρούσαν τα μαύρα ρούχα που κάλυπταν τις εικόνες.
Έξω, στην πλατεία της εκκλησίας, αργά τη νύχτα άναβαν τη Λαμπρατζιά, και τα μεσάνυχτα ο παπάς έλεγε το Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός, και από κερί του παπά, και από χέρι σε χερι, άναβαν ολοι τα κερια τους και ο έψελναν τον καλό λόγο.
Μετά το χριστός Ανέστη, ο κόσμος ασπαζόταν και τσούγκρίζε τα κόκκινα αυγά, λέγοντας ευχές. Ύστερα οι οικογενειάρχες πήγαιναν σπιτια τους όπου είχαν μαγειρεμένη σούπα και έτρωγαν, ενώ παρέες νεαρών έμεναν στη λαμπρατσιά και έψηναν κρέας πάνω στα καρβουνα και διασκέδαζαν ως το πρωι.
Την Κυριακή του Πάσχα στις 10 το πρωί, γινόταν ο εσπερινός της Αγάπης, και μετα οι πιστοί στα σπίτια τους έψηναν σούβλες και διασκέδαζαν. Το απόγευμα όλοι οι κάτοικοι μαζεύονταν στην κεντρικη πλατεία της εκκλησίας όπου έπαιζαν παραδοσιακά παιχνίδια και διαγωνίσματα όπως ζίζιρο, σακουλοδρομίες, γαϊδουροδρομίες, αυγοδρομίες, τράβηγμα σχοινιού κλπ.. Τα παιχνίδια διαρκούσαν και τις επόμενες δύο μέρες, δηλαδή την Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα.

ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΙΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Τυφλόμυγα
 Με τη μερέζα της μανάς, ένας παίκτης έδενε τα μάτια του και προσπαθούσε να πιάσει κάποιον από τους άλλους παίκτες . Όταν τον έπιανε έπρεπε να τον αναγνωρίσει, όποτε αυτός έπαιρνε τη θέση του, ή αν δεν τον αναγνώριζε, συνέχιζε ο ίδιος.

Κρεμμάλα
 Σε μια κόλλα χαρτί, ο ένας παίχτης κάτω από μια κρεμάλα που σχεδίαζε έγραφε μια λέξη με το αρχικό γράμμα και το τελευταίο, ενώ στη θέση των άλλων γραμμάτων έβαζε μια παύλα για το καθε ένα. Ο αντίπαλος έλεγε κάθε φορά ένα γράμμα. Αν το έβρισκε, γραφόταν στην ανάλογη παύλα. Αν έχανε, ο συμπαίκτης του ζωγράφιζε ένα μέρος του σώματος του αρχίζοντας από την κεφαλή, κάτω από την κρεμάλα, και ούτω καθεξής έως ότου βρει την λέξη, ή έως ότου σχηματιζόταν ολόκληρο το σώμα στην κρεμάλα οπότε κρεμαζόταν και έχανε, κερδίζοντας τοιουτοτρόπως  ο άλλος.  

Λιγκρίν
Κτυπούσαν ένα κομμάτι ξύλο με ένα άλλο μεγαλύτερο, και όποιος το έσυρνε πιο μακριά.

Ζίζυρος
 Σκυφτός καθώς ήταν ο παίχτης και δεν έβλεπε, ένας τον πατσάρκαζε (χτυπούσε) στη παλάμη που ήταν ανοιχτή, και όφειλε να μαντέψει ποιος τον βάρεσε.

Τριάππιθκια
 Μια γραμμή (αφετηρία) και με 3 πηδήματα όποιος πεταχτεί μακρύτερα (τριπλούν)
 .
Σούσες
Μαζεύονταν τα ανύπαντρα κορίτσια για να σουστούν και να τραγουδήσουν.

Σκατούλιακα
 Πλακουτσωτές πέτρες η μια πάνω στην άλλη και προσπαθούσαν να τες κουτσσισουν με άλλες από απόσταση.

Σακκουλοδρομίες
Ομαδικό παιχνίδι απουρρέξει ππηδώντας, έχοντας τα πόδια μέσα σε μια σακούλα.

ΓΑΟΥΡΟΔΡΟΜΙΕΣ: Απουρρέξει καβαλικεμένοι πώνα σε γάρους.

Ππιριλλίν
Ένα μικρό λακκουιν και έριχναν από απόσταση μέσα ππιρίλλες.

Διστιήμιν
Το παιχνίδι της παλλικαρκάς. Μια πέτρα πολύ βάρια, την οποία όποιος σήκωνε, ήταν το παληκάρι.