Η ΒΡΕΞΗ
Η Χλώρακα διαθέτει παραλίες
επικίνδυνες και απόκρημνες με βαθιά νερά, αλλά και ήμερες με ήρεμα νερά
σκεπασμένες με πεντακάθαρη ξανθη αμμο.
Η Βρέξη είναι παραθαλάσσια περιοχή, νότια και εκεί που
τελειώνει η Χλωρακα. Εχει μια μικρη εκταση με αμμο, και στη μεση περιπου μια
μικρη βραχωδη χερσονησο που παει αρκετα μέτρα μέσα στην θάλασσα.
Στην άκρη αυτής της χερσονήσου υπάρχει μια τρύπα
σαν σπηλιά, που την σκεπάζει το νερό. Όταν έχει τρικυμία και από τα κύματα που
χτυπούν στη σπηλιά συμπιέζεται ο αέρας που είναι μέσα, δημιουργείται ένας
θόρυβος όπως το φφ, δηλαδή φουρφουριζει. Έτσι και ο βράχος αυτός ονομάστηκε το
νησί του Φουρφουρη. Όταν συνέβαινε αυτό το φαινόμενο, αλλά ταυτόχρονα νότια της
θάλασσας γέμιζε και κατέβαζε ο καιρός, τότε πάντα έβρεχε. Γι αυτόν τον
λόγο, πήρε η περιοχή την ονομασία 'Βρεξη". (Στους κυβερνητικούς χάρτες,
"Φουρφουρης" δηλώνεται επίσης ως η ονομασία της ξέρας που βρίσκεται
μέσα στη θάλασσα μερικές εκατοντάδες μέτρα απο την περιοχή Δήμμα).
Περι ντης ονομασίας Φουρφουρής, βρίσκουμε σε
δημοσίευμα στο περιοδικό "Πάφος" έκδοσης 1942 από τον αρθρογράφο
Χρ. Λίβα τα εξής: Άμα χτυπά το Φερφουριν για τρεις ώρες για τρεις ημέρες εσιει
νερά. Η λέξη Φερφουριν είναι όνομα ενός άλλου νησιού που βρίσκεται
προς την παραλια του χωριού Χλωρακας. Η λέξη χτυπά αναφέρεται στον υπόκωφο
κρότο της θάλασσας που κάνει χτυπώντας προς τον Φερφουρίν. Η παρατήρηση αυτή
γίνεται το φθινόπωρο προς το χειμώνα συνήθως νύχτα. Οι κάτοικοι της χαμηλής
πιστεύουν ότι όταν αστράψει από τη διεύθυνση του νησιού εκείνου θάρθη βροχή, το
πολύ σε τρεις μέρες. Η ορθότητα της παρατήρησης αυτής διαφαίνεται κι από την ακόλουθη. Άμα
αστράφτει συχνά το Φερφουρίν, σε τρεις ώρες έχουμε νερά. Άμα αστράφτει
αργά σε τρεις ημέρες. Α ‘μμα αστράφτει αργά σε τρεις ημέρες. Α ‘μμα στράψει του
Τσιύκκου αννίει ο τζιαιρός. Η φράσι του Τζιύκκου εδώ εννοείται η
διεύθυνση προς τη βουνοκορφή της μονής Κύκκου.
Η θαλασσα της Βρέξης, παλια
κατακλυζόταν από κόσμο από όλες τις γύρω περιοχές καθώς ήταν στην άκρη του
χωριού, στα σύνορα με την πόλη της Πάφου. Δυστηχώς πριν αρκετά χρόνια η άμμος
που σκέπαζε την περιοχή τραβήχτηκε από τη θάλασσα και άφησε το τοπίο φαλακρό
και αποκρουστικό. Ήταν μια εκδίκηση της φύσης που προήρθε από την ανεξέλεγκτη
εκμετάλλευση των παράκτιων ακτών από τον άνθρωπο.
Φέτος όμως το καλοκαίρι, η
φύση ίσως ημέρεψε και σκέπασε όλη την παραλία με ξανθή άμμο που έδωσαν στα ήρεμα
διάφανα νερά γαλαζοπράσινο χρώμα, ενώ η χρυσαφένια άμμος έξω στην ακτή ενώθηκε
με τα ήρεμα νερά του ποταμού της «Βρέξης» που ολοχρονίς τρέχουν ποτίζοντας τις
πικροδάφνες πάνω στην παραλία.
Στη παραλία λοιπόν της
Βρέξης δεν υπάρχουν ρεύματα, ενώ τα νερά της είναι ομαλά και ρηχά. Η άμμος πάει
μέσα σε βάθος και οι κολυμβητές μπορούν κολυμπώντας ή περπατώντας, να φτάσουν
στα βαθιά χωρίς κίνδυνο.
Απέχει λίγα μέτρα από τη
κύρια παραλιακή αρτηρία της Πάφου που οδηγεί προς δυσμάς, και βρίσκεται σε ένα
μικρό ορμίσκο. Το πράσινο της περιοχής, η άγρια ομορφιά, τα ολόλευκα βότσαλα
και τα κρυστάλλινα νερά, είναι στοιχεία που συνηγορούν πως είναι
τόπος μαγευτικός, όμορφος και ειδυλλιακός.
Είναι ένας σπουδαίος τόπος
που αν ο επισκέπτης ξεχαστεί εκεί, θα απολαύσει ένα από τα ωραιότερα
ηλιοβασιλέματα με την καλύτερη θέα ως ζωγραφιά να σχηματίζεται στο βάθος του
ορίζοντα, με τον ήλιο να γέρνει πίσω από το όμορφο πλοίο που στέκει
προσαραγμένο στις ξέρες του «Φουρφουρή» στη μέση του πελάγου της Χλώρακας.
Είναι ένας μικρός κολπίσκος
μετά την περιοχή της Βρέξης, όπου το πέτρωμα στο βυθό της θάλασσας είναι σε
χρώμα μελανί, εξ ου και το όνομα, «Μελανούθκια». Από το ίδιο πέτρωμα συνεχίζει
να αποτελείται η στεριά μέχρι το ύψωμα πάνω από τη θάλασσα, το οποίον κι αυτό ένεκα
του εδάφους, ονομάζεται «Μέλανος».
Η λίμνη των Ροδαφινιών ήταν
ένα εντυπωσιακό φυσικό αξιοθέατο, μια αλμυρή βαθιά λίμνη στην άκρη της ακτής η
οποία συνδεόταν υπόγεια με τη θάλασσα και όταν είχε τρικυμίες η ορμή των κυμάτων
που εισχωρούσαν μέσα δημιουργούσαν ένα υπόκωφο δυνατό θόρυβο και ένα υποχθόνιο
βρυχηθμό, σημάδι κατά τους πρωτινούς, πριν έρθει η χειμωνιάτικη βροχή από τη
μεριά του νότου.
Ήταν το μπουμπουνητό της
θάλασσας όταν θύμωνε και αδυσώπητα χτυπούσε τα τοιχώματα της λίμνης σκάβοντας
την όλο βαθύτερα κατά το πέρασμα των αιώνων, και κάθε φορά δημιουργώντας ένα
σιντριβάνι από ατμοποιημένο νερό που σαν πυκνό σύννεφο εκτοξευόταν με δύναμη
στην ατμόσφαιρα δημιουργώντας εντυπωσιακό θέαμα ίδιο με ηφαίστειο που ξερνά
καπνό.
Υπήρχε για χιλιάδες χρόνια
και πολλές ιστορίες υπάρχουν που εξιστορούν γεγονότα σαν παραμύθια που έχουν
συμβεί εκεί, μέσα στην βαθιά λίμνη μέσα στα θεόρατα βράχια της ακτής της
Χλώρακας. Ήταν ένας φυσικός πλούτος της κοινότητας, ένα υπέροχο αξιοθέατο, μια
φυσική αλμυρή λίμνη δίπλα στη θάλασσα που όλοι οι κάτοικοι σαν παιδιά εκεί
έπαιζαν τους πειρατές και όλες οι γενεές την είχαν σημείο αναφοράς.
Όλα τα παιδιά εκεί έμαθαν
κολύμπι. Οι ψαράδες μάζευαν φτίρα για να ζημώσουν πασμό, και οι νεαροί τις νύχτες
με πιροφάνι, μάζευαν αστακούς που ύπήρχαν πληθώρα μέσα στη θαλασσινή λίμνη.
Τώρα οι ξενοδόχοι την έχουν
γεμίσει με μπάζα και θεόρατες πέτρες. Την έχουν κλείσει για να φτιάξουν παραλία
να κάθονται οι τουρίστες να λιάζονται. Έχουν καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον
για το χρηματικό όφελος, χωρίς να νοιάζονται για το φυσικό όφελος.
Αλλά χειρότερη ευθύνη από
τους ξενοδόχους, φέρουν οι Κοινοτικές και Επαρχιακές αρχές, καθώς και οι
κάτοικοι της Χλώρακας που με τη σιωπή τους ή την ανοχή τους, επέτρεψαν να γίνει
ένα τόσο μεγάλο κακό.
Η περιοχή Αρκάτζια ξεκινά
από την περιοχή του γηπέδου, και του Αγίου Νικολάου. Είναι ένα αργάκι που
αναβλύζει τρεξιμιό νερό, και κατευθύνεται και ενώνεται με άλλο αργακι που
έρχεται από τη περιοχή Ορμάνια. Τέλος ενώνονται με το νερό που ολοχρονίς τρέχει
από την βρύση Καμαρούι, και συνεχίζουν προς τη θάλασσα. Ως αποτέλεσμα, βλαστούν
πολλές ροδαφινιές (αροδάφνες) έως την άκρη της θάλασσας, γι αυτό ο μικρός
κολπίσκος εκεί, ονομάστηκε Ροδαφίνια.
Είναι μια θάλασσα μικρή
συνήθως ήρεμη θάλασσα χωρίς ρεύματα, με χοντρό καθαρό άμμο στρωμένο στην
παραλία. Είναι ένας ιδεώδης τόπος για κολύμπι, τον οποίο όλοι οι κάτοικοι της
Χλώρακας από αρχαιοτάτων χρόνων χρησιμοποιούν ως μέρος για τα θαλασσινά τους
μπάνια.
Σήμερα η παραλία των Ροαδαφινιών
είναι μια πολυσύχναστη τουριστική περιοχή. Στην περίοδο όμως του κυπριακού
απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 ήταν μια απόμακρη ερημική ακτή, η οποία
επιλέγηκε ως ο τόπος για τη μυστική παραλαβή των πρώτων φορτίων οπλισμού για
την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνος της ΕΟΚΑ.
Στην ακτή τώρα υπάρχει μια
μικρή απέριττη πέτρινη πλάκα στην οποία αναφέρεται στο ιστορικό γεγονός της
σύλληψης από τους Άγγλους κατακτητές του πλοιαρίου Άγιος Γεώργιος μαζί με το
πλήρωμα του που αποτελείτο από τον καπετάνιο Ευάγγελο Λουκά Κουταλιανό, τον
πλοιοκτήτη Ανάργυρο Μέλιο, τους ναύτες Μιχάλη Χριστοδουλάκη, Μιχάλη Αλιφραγκή,
καθώς και εφτά Χλωρακιώτες αγωνιστές που παρελάμβαναν τον οπλισμό, ήτι οι
Κώστας Λεωνίδα, Χριστάκης Εύζωνας, Κυριάκος Μαυρονικόλας, Νικόλας Μαυρονικόλας,
Μιχαλάκης Παπαντωνίου, Νικόλας Πενταράς και Χριστόδουλος Πενταράς.
Η Αλική των Ροαφινιών είναι
ένα μικρό ακρωτήριο ανάμεσα στα Ροδαφινια και στο Δημμα. Είναι χαμηλός τόπος
στο ύψος της θάλασσας που όταν έχει τρικυμία η θάλασσα βγαίνει έξω, και ύστερα
το νερό που μένει εξατμίζεται, παράγοντας καθαρό άλικο αλάτι. Είναι δηλαδή μια
μικρή Αλική, η δεύτερη στη Χλώρακα, στην οποία οι κάτοικοι αθρόα προσέτρεχαν
για να μαζέψουν αλάτι.
Τους καιρούς της Αγγλοκρατίας, το μάζεμα αλατιού
απαγορευόταν θέλοντας τοιουτοτρόπως οι Αποικιοκρατικές αρχές να έχουν έσοδα από
την πώληση του άλατος που εξόρυσσαν από την Αλική της Λάρνακας. Γι αυτό είχαν
διορισμένους Αλικάτωρες οι οποίοι φύλασσαν τις ακτές, και όποιον παραβάτη τον
συνελάμβαναν, ή τον κατάγγελλαν επιβάλλοντας του βαριά χρηματικά πρόστιμα. Ήταν
τόσο βαριά τα προστίματα αλλά και τόσο αναγκαίο το αλάτι, που οι κάτοικοι
μαζεύοντας το, προσπαθούσαν παντοιοτρόπως να μην συλλαμβάνονται.
Μια φορά η Μαρίκα κόρη του Χριστόδουλου Αζίνα,
πιάστηκε επ αυτοφώρω από έναν Αλικάτωρα τον Σαβαώ ο οποίος καταγόταν από τη
Τσάδα. Θέλοντας να γλυτώσει, έβγαλε τα ρούχα της και με το μακρύ υποκάμισο
(μισοφόρι) που φορούσε, ξάπλωσε σε μια μεγάλη λάντα με θαλασσινό νερό, θέλοντας
να τον αποτρέψει να πλησιάσει όντας γυμνή, καθώς εκείνους τους καιρούς η ηθική
τιμή ήταν πρώτιστος άγραφος νόμος, και όποιος δεν τη σεβόταν, την πλήρωνε πολύ
ακριβά.
Ο Σαβαώς όμως δεν σεβάστηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα που
έκανε μπάνιο, και πλησιάζοντας ζήτησε τα στοιχεία της να την καταγγείλει. Η καημένη
γυναίκα του είπε ένα ψεύτικο όνομα ελπίζοντας να τον ξεγελάσει. Και αυτός
πονηρός, της είπε πως το δείλης θα πήγαινε πάνω στο χωριό να διαπιστώσει την
αλήθεια καθώς το χωριό ήταν πολύ μικρό και η εξακρίβωση περί της αληθείας των
στοιχείων της θα ήταν εύκολη.
Φοβισμένη και απελπισμένη για το κακό που τη βρήκε, η
Μαρίκα επέστρεψε στο χωριό.
Στο δρόμο συνάντησε τον Συμεών Λιασίδη ένα στενό
συγγενή της, και του είπε τα κακά της μαντάτα. Μα ο Συμεών ένας πονηρός και
σιεϊττάνης νεαρός, της είπε να μην ανησυχεί και θα διορθώσει το κακό.
Ροβόλησε το λοιπόν προς τη θάλασσα και βρήκε τον κακό
Αλικάτωρα. Ο Συμεώς είχε μεγάλη ρώμη και κανείς δεν τον έφτανε στη δύναμη.
Άρπαξε λοιπόν τον Σαβαώ και τον έσπασε στο ξύλο λέγοντας του πώς ενόχλησε μια
συγγένισσα του η οποία γυμνή, έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Έμεινε το ξύλο στο
Σαβαώ και δεν τόλμησε να καταγγείλει τη Μαρίκα, γιατί δεν θα γινόταν πιστευτός,
αφού θα επικρεμμόταν εναντίον του η κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση,
κατηγορία την οποία και οι Άγγλοι δικαστές τιμωρούσαν βαρέως.
Σε λίγο καιρό ο Σαβαώς βρέθηκε πεθαμένος σε μια
παραλία της Πέγειας. Τρία αδέρφια βοσκοί που είχαν μεγάλη ανάγκη το άλας για να
κάνουν τα χαλούμια τους, και επειδή ο Σαβαώς τους κυνηγούσε, αυτοί του έστησαν
καρτέρι και με μανίκια υποκαμίσων γεμάτα άμμο, τον χτύπησαν στο στομάχι μέχρι
θανάτου, χωρίς να φαίνονται σημάδια στο κορμί του, έτσι που φάνηκε πώς πέθανε
από φυσικό θάνατο.
Η θαλάσσια περιοχή της
Κύπρου όπως και ολόκληρη η Μεσόγειος, είναι διάσπαρτη με αρχαία ναυάγια. Στη
περιοχή «Δήμμα» στη Χλώρακα 500 μέτρα από τη στεριά, υπάρχουν οι ξέρες του
Φουρφουρή που πάνω τους τσακίστηκαν πολλά πλοία κατά το παρελθόν όπως δείχνουν
τα αμέτρητα απομεινάρια από σπασμένους αμφορείς και άλλα αντικείμενα που
ευρίσκονται στο βυθό της θάλασσας γύρω από τις ξέρες.
Οι ισχυροί άνεμοι που
συνήθως πνέουν στη θάλασσα της Χλώρακας σε συνδυασμό με το ανοικτό πέλαγος,
προκαλούσαν πάντα μεγάλες θαλασσοταραχές που παράσερναν τα πλοία και τα έριχναν
στις ξέρες, με αποτέλεσμα να βουλιάζουν πολλά από αυτά. Ο βυθός γύρω από τις
ξέρες είναι κατάσπαρτος από αρχαία υπολείμματα ναυαγίων, καθώς η θάλασσα της
Χλώρακας είναι δρόμος πλοίων από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Γραμμένες
αναφορές γι αυτά τα ναυάγια δεν υπάρχουν, και μόνη μαρτυρία περί της αληθείας
αυτών των ναυαγίων, είναι από όσους δεινούς δύτες κολυμπούν σ αυτά τα νερά, ότι
ακόμα ο βυθός είναι στρωμένος από αντικείμενα υπολείμματα των φορτίων από τα
ναυαγισμένα πλοία.
Επίσημες αναφορές έχουμε
μόνο για δυο πλοία εκ των οποίων το ένα βούλιαξε και γέμισε την ακτή
πνιγμένους, ενώ το άλλο σφηνώθηκε στις ξέρες και μένει ακόμα εκεί μοναχικό μια
απέραντη Φωλαιά άγριων περιστεριών.
Από προφορικές μαρτυρίες
παλαιών κατοίκων και από γραφές λαϊκού ποιητάρη που κατέγραψε ο ηγούμενος
Μαχαιρά Γρηγόριος το 1945 στα Κυπριακά Χρονικά, μαθαίνουμε πως τη δεκαετία του
1810 ένα επιβατικό πλοίο το «χρυσοκάραβο» όπως το ονόμασαν γιατι ήταν γεμάτο
πλούσιους επιβάτες που ταξίδευαν για τους Αγίους Τόπους, βούλιαξε στις ξέρες
του «Φερφουρή», και πνίγηκαν όλοι. Είναι ένα τσιαττιστό ποίημα λαϊκός θρήνος,
που αναφέρεται στις δύσκολες ώρες που πέρασαν οι επιβάτες και το τραγικό τέλος
που βρήκαν, καθώς σε αυτούς συγκαταλέγονταν υψηλά μέλη της Κυπριακής κοινωνίας
όπως την οικογένεια του δραγουμάνου Χατζηγεωργάκη. Για το περιστατικό
αναπτύχθηκαν ντόπιοι θρύλοι για παράδοξα περιστατικά και για ανεύρεση θησαυρών
που ξέβραζε η θάλασσα της Χλώρακας κατά καιρούς. Αναπτύχθηκαν δοξασίες και
θρύλοι για παράξενους θανάτους που κατά καιρούς βρήκαν ντόπιοι κάτοικοι στα
ήρεμα νερά της, καθώς και παραδοξολογίες για μεγάλα θεριά που κολυμπούσαν σε
αυτήν.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του
Μάρτη το 1998, το ελληνικό φορτηγό πλοίο υπό σημαία Ονδούρας «Δημήτριος
ΙΙ» που μετέφερε ξυλεία από τη Χαλκίδα με προορισμό τη Λεμεσό και τη Βηρυτό,
μετά από σφοδρή θαλασσοταραχή προσάραξε στις ξέρες του Φουρφουρή.
Ενώ βρισκόταν καθοδόν για
το λιμάνι της Λεμεσού, λόγω των σφοδρών ανέμων που έπνεαν εκείνη την ώρα,
παρεσύρθη από τα κύματα και προσάραξε πεντακόσια μέτρα από την ακτή της
Χλώρακας, πάνω στις ξέρες.
Μένει από τότες
προσαραγμένο να στέκει όμορφο μέσα στη γαλανή θάλασσα και να αποτελεί σημείο
αναφοράς για την κοινότητα της Χλώρακας. Από τα αεροπλάνα και τα πλοία, από τις
παρυφές των στεριανών υψωμάτων, και μέσα από πληθώρα ιστοσελίδων στο διαδίχτυο,
δείχνεται πλέον αυτό το πλοίο, ως σημείο αναφοράς για τη Χλώρακα. Θεωρείται
στολίδι γραφικής ομορφιάς, και αναφέρεται στα αξιοθέατα της κοινότητας ως μια
ζωγραφιά στη θάλασσα που πολλούς ενέπνευσε συγγραφείς, ποιητές και
ζωγράφους.
Η παραθαλάσσια περιοχή Δημμα είναι ένα μικρό λιμανάκι
νότια της Χλώρακας, ένας απάνεμος κολπίσκος όπου οι παλιοί ψαράδες έδεναν
τις βαρκες τους για προστασία απο τις τρικυμίες. Η λέξη Δήμμα είναι από
τη λέξη δένω. Ο ορισμός προήλθε από την ίδια τη λέξη, διότι κατά τις αρχές του
19ου αιώνα ο Πιστέντης Χ΄Χαραλάμπους, ένας ξακουστός ψαράς, είχε σκάψει μια
τρύπα σε βράχο στην επιφάνεια του νερού, όπου εκεί έδενε την βάρκα του.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των ακτών της Χλώρακας είναι
κυρίως απότομες βραχώδεις ακτές και πανέμορφοι ορμίσκοι, καθώς και μικρές
παραλίες στρωμένες από ξανθή άμμο που γιαλλίζει πεντακάθαρη στον καυτό ήλιο του
καλοκαιριού, άμμο που με το χειμώνα χάνεται μέσα στη θάλασσα από τις
τρικυμίες, και κάθε που αλλάζει ο καιρός ξεπλυμένη ξεβράζεται και πάλιν πάνω στις
πέτρινες ακρογιαλιές.
Θάλασσες με γαλαζοπράσινα νερά αλλού ρηχά κι αλλού βαθιά, που όταν μέσα στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ενώνουν το λαμπύρισμα τους με τη χρυσή άμμο, δημιουργούν σκηνικό απέραντου κάλλους, που με το πάφλασμα των κυμάτων σαν ήρεμη μουσική φωνάζουν και μαγεύουν τον περαστικό σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα.
Θάλασσες με γαλαζοπράσινα νερά αλλού ρηχά κι αλλού βαθιά, που όταν μέσα στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ενώνουν το λαμπύρισμα τους με τη χρυσή άμμο, δημιουργούν σκηνικό απέραντου κάλλους, που με το πάφλασμα των κυμάτων σαν ήρεμη μουσική φωνάζουν και μαγεύουν τον περαστικό σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα.
Το ΔΗΜΜΑ είναι μια θάλασσα μικρή στη Χλώρακα, ένας
ορμίσκος μαγευτικός και ιδεώδης για έμπνευση και δημιουργία, ένα φυσικό
πανέμορφο απάνεμο λιμανάκι κλεισμένο μέσα σε ρηχούς και άγριους βράχους που το
γκρι του χρώματος τους σμίγει με το μπλε του γιαλού, και δίνουν μια άγρια
ομορφιά που ηρεμεί το νου και στρέφει τη σκέψη στο απαλό αεράκι που φέρνει
διηγήσεις αλλόκοτες και αρχέγονες από τα βάθη των οριζόντων, από εκεί που
γέρνει ο ουρανός και σμίγει με τη θάλασσα. Ιστορίες του Ποσειδώνα και του
Οδυσσέα, του Μεγαλέξανδρου και της γοργόνας, κληρονομιά βαριά ασήκωτη, από τα
βάθη των αιώνων.
Ένας ωραίος τόπος με μακρά ιστορία και ζηλευτό φυσικό
περιβάλλον. Κύρταμα και αθάνατα λουλούδια σκεπάζουν τους βράχους, ενώ ανάμεσα
τους ψηλά θάμνα-καζουλάρκα ηλικίας εκατοντάδων χρονών, στέκουν καμαρωτά και
όμορφα ξεχωριστά από την άλλη πλάση, με τη θαλασσινή αρμύρα με μανία να τους
κατακαίει τα φύλλα, αλλά αυτά πεισματικά να αντέχουν και να μην ξεραίνουν.
Ένας τόπος ολοχρονής χαϊδεμένος από τον γαρμπή και
αγκαλιασμένος από το φως του ήλιου. Τα σπίτια γύρω ακουμπούν στη θάλασσα και το
πράσινο στις αυλές τους μια αγκαλιά από λιόδεντρα και ροδοδάφνες. Δίπλα στη
πέτρινη ακτή κάτω από την ξανθή άμμο με άγρια λάχανα γύρω του να βλαστούν,
γλυκύ το νερό υπόγεια αναβλύζει και τρέχει και σμίγει με τη θάλασσα.
Και σ όλη τη παράκτια γη τη γεμάτη βράχια που μέσα
στις σχισμές τους βλαστούν κυκλάμινα, οι αλκυονίδες στήνουν τις φωλιές τους και
γεννούν κάθε Γεννάρη τα αυγά τους.
Από το χωριό πάνω ψηλά που ως σε μπαλκόνι κάθεται σε
οροπέδιο, φαίνονται οι παραλίες της Χλώρακας που απ όλες ξεχωρίζει σε
ομορφιά το μικρό λιμανάκι στο ΔΗΜΜΑ, να δεσπόζει απ όλες τις άλλες. Γραφική και
όμορφη με τις μικρές βάρκες των ψαράδων δεμένες όλες κι όλες τέσσερις, αφού
είναι μικρό το λιμανάκι και άλλες δεν χωρεί.
Όμορφος ο τόπος και τα βράδυα, οπού το φως του
φεγγαριού σμίγει με τα χαμηλά ηλεκτρικά φώτα του πεζόδρομου δίπλα στην παραλία,
και το μάτι χάνεται στο χρώμα της νύχτας που σκεπάζει τη θάλασσα που άλλοτε
φεγγοβολεί και άλλοτε μένει σκοτεινιασμένη.
Τα παλαιότερα χρόνια πριν η
γη στερέψει από τρεξιμιά νερά, η περιοχή ήταν βλαστημένη ολόκληρη από μυρσίνια,
και από την απέραντη αυτή βλάστηση, πήρε το όνομα η περιοχή.
Ένα παραμύθι λέει πώς, μια φορά ήταν τρεις αδερφές,
που μια μέρα θέλησαν να μάθουν ποια από τις τρεις ήταν η ομορφοτερη. Κι όταν
κοντοζύγωνε να βασιλέψει ο ήλιος, στάθηκαν και οι τρεις στη σειρά και είπαν
στον ήλιο:
– Ήλιε μου, ποια από τις τρεις μας είναι η καλύτερη;
Και ο ήλιος είπε:
– Και η μια καλή κι η άλλη καλή, μα η τρίτη η
μικρότερη είναι ακόμη καλύτερη.
Σαν το άκουσαν αυτό οι μεγαλύτερες αδερφές γύρισαν στο
σπίτι στεναχωρεμενες. Την άλλη μέρα οι δυο οι μεγαλύτερες έβαλαν τα καλά τους,
στολίστηκαν και την καημένη τη μικρή, που την έλεγαν Μυρσίνη, την έντυσαν με τα
χειρότερα και πιο λερωμένα ρούχα και πήγαν πάλι να ρωτήσουν τον ήλιο:
– Ήλιε μου, ποια από τις τρεις μας είναι η καλύτερη;
Και ο ήλιος είπε πάλι:
– Και η μια καλή κι η άλλη καλή, μα η τρίτη η μικρότερη
είναι ακόμη καλύτερη.
Έτσι λοιπόν, και η ακτή στα Μερσυνούθκια στη Χλώρακα
αν και μικρούλα παραλία, εντούτοις είναι πολύ όμορφη που όπως το παραμύθι δεν
υστερεί από τις άλλες όμορφες ακρογιαλιές.
Είναι μια όμορφη παραλία νοτιοδυτικά της Χλώρακας, που
με ησυχία ή τρικυμία, το κολύμπι στη θάλασσα είναι απολαυστικό, χωρίς ο
λουόμενος να διατρέχει κίνδυνο από θαλάσσια ρεύματα. Μια ήσυχη παραλία με
λίγους επισκέπτες, καθώς ο δρόμος που οδηγεί εκεί απέχει μακριά, ένεκα που οι
επιχειρηματίες ανάπτυξης γης, ετσιθελικά για ίδιον όφελος, έχουν κλείσει τις
προσβάσεις.
Ο Πηλός είναι μια παραθαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά
της Χλώρακας. Φέρει την ονομασία αυτή, καθώς η λέξη πηλός, σημαίνει
λάσπη. Τα χωράφια σ αυτή την περιοχή σμίγουν με τη θάλασσα. Όταν
είναι βαρυχειμωνιά, τα χώματα των χωραφιών παρασέρνονται προς τη θάλασσα. Όταν
έχει τρικυμία, η θάλασσα βγαίνει και τρώει την ακτή που είναι από χώμα. Και
έτσι επειδή με την πρόσμιξη νερού και χώματος δημιουργούνται πολλές λάσπες
(πηλοί), ονομάστηκε η περιοχή "Πηλός".
Πριν λίγες δεκαετίες, ένας γεωργός έβλεπε το γιο του
που και βαριόταν να δουλεύει. Στενοχωριόταν πάρα πολύ, και κάθε μέρα
προσευχόταν στο Θεό να τον φωτίσει τι να κάμει για να αλλάξουν τα πράγματα.
Μια μέρα στο καφενείο άκουσε μια ιστορία που έλεγε ένας
γέρος, και σαν φώτιση από το Θεό του ήρθε μια ιδέα. Κάλεσε το γιο του και του
εκμυστηρεύτηκε ένα μεγάλο μυστικό.
-Γιε μου, του λέει,
θα σου πω ένα κρυφό που ξέρω αλλά καθώς γέρασα και
θέλω βοήθεια, θα το συνεταιριστώ μαζί σου. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου
πολέμου, ένα πειρατικό πλοίο περνώντας από τα βάθη της θάλασσας της Χλώρακας,
παρασύρθηκε από σφοδρή θαλασσοταραχή και τσακίστηκε στα θεόρατα βράχια της
θάλασσας της περιοχής ΠΗΛΟΣ. Ο παππούς σου έσπευσε πρώτος, και βρήκε ξεβρασμένο
και σφηνωμένο μέσα σε σχισμές βράχων ένα σεντούκι χρυσάφι. Το πήρε και το έχωσε
μέσα σε ένα λάκκο που έσκαψε στο χώμα λίγο πιο πέρα από τη θάλασσα για να το
μεταφέρει αργότερα στο σπίτι χωρίς να τον δει άλλο ανθρώπινο μάτι. Όμως,
δυστυχώς αρρώστησε βαριά και δεν πρόλαβε να το κάμει. Πεθαίνοντας από την
αρρώστια του, μου εκμυστηρεύτηκε το μυστικό του, και μου ορμήνεψε να πάρω το
θησαυρό. Δυστυχώς όσο κι αν έσκαψα όμως, δεν μπόρεσα να τον βρω. Γι αυτό σε
καλώ να σκάψουμε, και να βρούμε το χρυσάφι.
Αμέσως ο τεμπέλης γιος κυριευμένος από απληστία,
ολημερίς και μέχρι να σκοτεινιάζει, έσκαφτε τη γη δίπλα στη θάλασσα για να βρει
το θησαυρό.
Ποτέ δεν ανακάλυψε το χρυσό, όμως βρήκε ένα άλλο
θησαυρό. Η γη φρεσκοσκαμμένη, βλαστούσε και γεννούσε γεωργικά προϊόντα που τα
πουλούσαν στην αγορά και έπαιρναν πολλά χρήματα.
Η ιστορία είναι πραγματική και μου την είπε ο Κυριάκος
Μαυρονικόλας που σήμερα είναι 84 ετών και είναι εγγονός του πρώτου, και υιός
του δεύτερου των πρωταγωνιστών της ιστορίας.
Τις καλοκαιρινές ημέρες καθημερνώς περνούσε από το
στενό δρομάκι έξω από την αυλή μας ένα μικρό φορτηγάκι με ανοιχτή την πίσω
πόρτα, αγκομαχώντας με πρώτη και δεύτερη ταχύτητα ώστε να πηγαίνει αργά, και να
κυλά σιγά στον κατήφορο.
Και όλα τα παιδιά της γειτονιάς τρέχοντας σκαρφαλώναμε
πάνω και μας έπαιρνε στη θάλασσα της Αλικής. Ο Κακός τ’ Αλέξη, ένας καλοκάγαθος
άνθρωπος που έπασχε από ρευματισμούς, καθημερινά οδηγώντας το φορτηγάκι πήγαινε
να χωστεί στη ζεστή άμμο για να του περάσουν οι πόνοι. Και όλους μας άφηνε να
σκαρφαλώνουμε στο όχημα του και μας κουβαλούσε με ευχαρίστηση, το μόνο που
ζητούσε ήταν λίγη βοήθεια, τον θάβαμε μέχρι το λαιμό στην άμμο μέσα σε ένα
λάκκο που σκάβαμε. Και όσο άντεχε τη κάψα από τον άμμο, εμείς κολυμπούσαμε και
πλατσουρίζαμε μέσα στα ήσυχα και γαλανά νερά της θάλασσας της Αλικής.
Η θάλασσα της Αλικής ήταν βραχώδης, που όμως τα ισχυρά
ρεύματα σε συνεργασία με την ορμή της θάλασσας, έβγαζαν απεριόριστους τόνους
άμμου και σκέπαζαν έξω τα βράχια, αλλά και όλο το βυθό στο μικρό ορμίσκο που
κολυμπούσαμε.
Όλες οι διιπλανές στη συνέχεια παραλίες ήταν πετρώδεις
με σχηματισμένες μικρές λακκούβες, που όποτε είχε τρικυμία γέμιζαν θαλασσινό
νερό, και όταν η θάλασσα ησύχαζε και τραβιόταν μέσα, το νερό εξατμιζόταν και
έμενε το αλάτι καθαρό, το οποίον και οι νοικοκυρές μάζευαν για να το
χρησιμοποιήσουν για οικιακούς σκοπούς. Το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν
χαλούμια, τρεμίθια τσακιστά, καθώς και παστά κρέατα από χοίρους που έσφαζαν
κάθε Χριστούγεννα.
Στην ακτή αυτή ευρίσκεται το μνημείο του Γ. Γρίβα
Διγενή αρχηγού της ΕΟΚΑ και το μουσείο με το καΐκι Άγιος Γεώργιος. Επίσης
βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου το οποίο κτίστηκε με δωρεάν
της μεγάλης ευεργέτιδος Ζήνας Κάνθερ. Τώρα επίσης εκεί βρίσκεται κτισμένο το
μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Άγιος Γεώργιος που για να το φτιάξουν οι ιδιοκτήτες
χάλασαν όλη τη φυσική ομορφιά, ακόμα έσκαψαν την ακτή της Αλικής αφαιρώντας
τεράστιους τόνους πέτρας,
μεταμορφώνοντας το όμορφο φυσικό τοπίο σε ένα
κακάσχημο τόπο ίδιο με ξεδοντιασμένο κρανίο
Ο Πάρακας είναι ένας θεόρατος βράχος και απότομος
κρημνός που εφάπτεται της θάλασσας και έχει τεράστιο ύψος, ενώ τα νερά που
είναι πεντακάθαρα και φιλούν τους βράχους, έχουν μεγάλο βάθος. Εδω στέκονταν οι
ψαράδες και όταν έβλεπαν "αλάνια" ψαριών, έριχναν δυναμίτη και τα
σκότωναν.
Ένα παραμύθι λέει πώς ένα πριγκιπόπουλο από τη Βενετιά
που τον έλεγαν Πάρακα, στη πορεία του για τους Αγίους τόπους, παρέκλινε το
καράβι του και άραξε στα βαθιά νερά της Χλώρακας για να γυρέψει σε γάμο μια
εύμορφη χωριατοπούλα, και από τότε δόθηκε τοτοπονυμιου «Πάρακας»
Η παραλία του Κοτσιά είναι ένας μεγάλος κόλπος με
σκεπασμένη την παραλία με τόνους άμμου, τον οποίο ξεβράζει συνεχώς η θάλασσα.
Έτσι πήρε και το όνομα, από την παλιά λέξη "κοτσιώ" που
σημαίνει σπέρνω, δηλαδή ήθελαν να πουν ότι η θάλασσα έσπερνε συνέχεια άμμο.
Οι παλιοί χωριανοί έλεγαν ότι άμα είχε πολλή τρικυμία
και δεν έβγαζε άμμο, ήταν γιατί τα δυνατά ρεύματα παρέσερναν την άμμο στα
βαθιά. Όταν αυτό συμβαίνει, και ταυτόχρονα οι τσιακκίλες που είναι απλωμένες
κατά μυριάδες στην παραλία χτυπούν αναμεταξύ τους από τα κύματα που τις
ανακατώνουν, ακούεται ένας υποχθόνιος θόρυβος που φτάνει η βουή του πολύ δυνατή
ως πάνω στο χωριό, αυτό είναι σημάδι για επερχόμενες καλοκαιρίες.
Επίσης στην παραλία του Κοτσιά βλαστούν τα κρίνα του
γιαλού, ένα είδος άγριου λουλουδιού που κινδυνεύει για εξαφάνιση. Είναι
προστατευόμενα γιατί για να βλαστήσει ένα φυτό χρειάζονται 5 χρόνια. Βλαστούν
λίγα φυτά στη Χλώρακα, και ύστερα τα συναντάμε στον Ακάμα και στον Πύργο
Τηλλυρίας.
Τα θαλασσινά κρίνα είναι τα σύμβολα της Θεϊκής
δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά
μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μέσα στη στεγνή έρημη γη, με ένα
μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει.
Μια ιστορία λέει πώς, μια φορά ένας νέος ψαράς με τη
βάρκα του που ξανοιγόταν τις νύχτες στα βαθιά για να ρίξει τα δίχτυα του, κατά
τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη μια χρονιά, όταν έπλεε δυτικά της Χλώρακας, μέσα
στις σκοτεινές νύχτες έβλεπε να λαμπιρίζει ένα φως έξω στη στεριά στη μεριά του
Κοτσιά, που τον μαγνήτιζε και τον καλούσε. Αρκετές φορές έσυρε τα κουπιά και
βγήκε στη στεριά, αλλά κάθε φορά, το λαμπύρισμα έσβηνε.
Αποφάσισε λοιπόν μια φορά, να πάει από το δείλη να
παραφυλάξει, να διαπιστώσει για το φως που ένιωθε πως του είχε κάνει μάγια.
Όταν έδυσε ο ήλιος και το σκοτάδι σκέπασε την πλάση,
είδε μια όμορφη κοπελιά να ροβολά την παραλία με ένα φανάρι στο χέρι που με το
βάδισμα της το φως κουνιόταν και έδειχνε από μακριά να λαμπιρίζει.
Ήταν μια χωριατοπούλα από πάνω στο χωριό, που ερχόταν
τα βράδια να απολαύσει τις ευωδιές από τα κρίνα της θάλασσας καθώς όταν έπεφτε
η νύχτα ανάδυαν μια περίσσια μυρωδιά, απόλαυση της όσφρησης και των άλλων
αισθήσεων.
Γνώρισε λοιπόν μ’ αυτό τον τρόπο την όμορφη κοπέλα,
και ήτανε γραφτό τους τοιουτοτρόπως να αγαπηθούν και να παντρευτεί, και να
μείνει ο τρόπος γνωριμίας τους σαν παραμύθι να λέγεται στα μικρά παιδιά.
ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΤΕ:
Στην παραλία του Κοττσιά στη Χλώρακα κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή, με αποτέλεσμα η θάλασσα να ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά, να είναι στρωτός με άμμο, οπότε τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν λιμάνια στην Πάφο, χρησιμοποιούταν ως αποβατικό μέρος των πλοίων φορτηγών που κατέφθαναν από άλλες χώρες είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν, και προσάραζαν στην ακτή. Ως εξ αυτού η περιοχή ονομαζόταν ΕΜΠΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ, και εξ αυτού πήρε το όνομα εκ παραφθοράς το χωριό της Λέμπας καθώς και της Έμπας τα οποία και τα δύο ήταν τσιφλίκια και κυρίως με αυτά έκαναν δοσοληψίες οι πλοιοκτήτες και οι καπετάνιοι φέρνοντας εμπορεύματα και δούλους, και φορτώνοντας κυρίως ζάχαρη, ζαχαροκάλαμα και τεύτλα.
Τις πληροφορίες έλαβα από απόγονον –γέρον πλέον- του τελευταίου ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, Κοτζάμπαση της Κύπρου Ανδρέα Σολομωνίδη εξ Έμπας
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
Στην παραλία του Κοττσιά στη Χλώρακα κατά περιόδους η άμμος ξεβράζεται σε απεριόριστους τόνους στην ακτή, με αποτέλεσμα η θάλασσα να ξεβαθαίνει και ο βυθός της έως βαθιά, να είναι στρωτός με άμμο, οπότε τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν λιμάνια στην Πάφο, χρησιμοποιούταν ως αποβατικό μέρος των πλοίων φορτηγών που κατέφθαναν από άλλες χώρες είτε για να φορτώσουν, είτε για να ξεφορτώσουν, και προσάραζαν στην ακτή. Ως εξ αυτού η περιοχή ονομαζόταν ΕΜΠΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ, και εξ αυτού πήρε το όνομα εκ παραφθοράς το χωριό της Λέμπας καθώς και της Έμπας τα οποία και τα δύο ήταν τσιφλίκια και κυρίως με αυτά έκαναν δοσοληψίες οι πλοιοκτήτες και οι καπετάνιοι φέρνοντας εμπορεύματα και δούλους, και φορτώνοντας κυρίως ζάχαρη, ζαχαροκάλαμα και τεύτλα.
Τις πληροφορίες έλαβα από απόγονον –γέρον πλέον- του τελευταίου ιδιοκτήτη του τσιφλικιού, Κοτζάμπαση της Κύπρου Ανδρέα Σολομωνίδη εξ Έμπας
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ