ΤΑ ΑΓΓΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Η Χλωρακα έχει το όνομα και
τη φήμη ως ιστορικός τόπος παραγωγής αγγουριών ξακουστών ανά την Κυπρο και σε
άλλες χώρες, ένεκα της προημότητας και του μεγέθους των, καθώς και για ευτράπελες
ιστορίες συνδεδεμένες με τα αγγούρια.
Το αγγούρι είναι είδος
λαχανικού που με αυτό εάν ασχοληθεί ένας Φυσιοδίφης δεν θα μπορούσε να γράψει
πάρα πολλά, διότι είναι ένα απλό ζαρζαβατικό με λίγη ιστορία. Εάν όμως κάποιος
ιστορικός ασχοληθεί με τα αγγούρια της Χλώρακας, μπορεί να γράψει πολλές
σελίδες.
Εγώ αποφάσισα να γράψω λίγη
ιστορία περί τούτου, ύστερα που μου εζητήθην με περισσήν ευγένεια ώστε να μην
μπορώ να αρνηθώ, από τον φίλτατο πρόεδρο του Ακρίτα Λουκά Γιουκκά. Δεν είναι
σίγουρο υπό ποίαν ιδιότητα μου εζητήθην να γράψω περί τούτου, ως θα ξέρετε
όλοι, ήμουν για δεκαετίες φθαρτέμπορος, ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκα με
την συγγραφή και την έκδοση της εφημερίδας της Χλώρακας. Κατά συνέπεια έχω
επίγνωση του αντικειμένου, μπορώ ακόμα να περιγράψω περί αυτού, αφου ασχολούμαι
με το γράψιμο.
Μια ερευνητική διατριβή, ή
εργασία, ή έστω αναφορά περί του αντικειμένου τούτου, σίγουρα δεν είναι και
πολύ ευχάριστη, παρ όλα αυτά, αποφάσισα να αναπτύξω το θέμα, και έτσι νάμαι, να
ιστορώ και να καταγράφω όλη την ιστορία του αγγουριού της Χλώρακας…
Στις αρχές του αιώνα οι
κάτοικοι της κοινότητας ησχολούντο κυρίως με τη γεωργία. Υπήρχε εύφορο έδαφος
κατάλληλο για παραγωγή του αγγουριού. Είχε γλυκύ κλίμα ως προς την καλλιέργεια
του, υπήρχε μόνο ένα μειονέκτημα, το νερό ήταν λιγοστό. Έτσι οι κάτοικοι
επιδίδονταν κυρίως στην καλλιέργεια σιτηρών. Στις πάνω περιοχές της κοινότητας
όμως, που τα χωράφια ήταν φτανοχώραφα και καυκάλλες, οι χωριανοί με πολλή κόπο
τα επιχωμάτωναν με ξένα χώματα που κουβαλούσαν με γαιδούρια από αλλού, έτσι που
να γίνονται ιδανικοί τόποι για τέτοιες καλλιέργειες, εκεί λοιπόν, φύτευαν
τις αγγουριές. Έφερναν νερό από την Έμπα με αυλάκια, ένα δύσκολο εγχείρημα το
οποίον όμως επιχειρούσαν, έγινε έτσι η κοινότητα από τα πολύ παλιά χρόνια τόπος
μεγάλης παραγωγής αγγουριών.
Τα αγγούρια της Χλώρακας
έγιναν πασίγνωστα πρώτα ανά την Κύπρο και ύστερα ανά την Ευρώπη καθώς και άλλες
χώρες, την δεκαετία του 1960 όταν οι πρωτοπόροι Χλωρακιώτες γεωργοί
κατασκεύασαν τα γυάλινα θερμοκήπια καταφέρνοντας έτσι να παράξουν εν μέσω
χειμώνος αγγούρια. Ήταν το είδος του μεγάλου αγγουριού της αυλακιάς. Μια φορά,
την εποχή εκείνη πωλήθηκε στην αστρονομική τιμή των δυόμιση λιρών η οκά και το
έγραψε πρωτοσέλιδα σαν κύρια είδηση με μεγάλα κόκκινα γράμματα η Παγκύπριας
εμβέλειας και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, «Τελευταία ωρα».
Τα αγγούρια της Χλώρακας
τους παλαιότερους καιρούς ήταν μεγάλα σε μέγεθος, και στραβά.
Για τούτο τον λόγο, καθώς
και δια της τσουχτερής των τιμής, αλλά κυριότερα από παλαιότερη φράση κάποιου
παλιού ιερέως στα τέλη του 18ου αιώνα του Παπάσαββα, έμεινε η περιώνυμος φράση
«αγγούρκα της Χλώρακας». Αυτή η φράση υποδηλώνει από τη μια, την απαξίωση από
αυτόν που την δηλώνει στον άλλο που την απευθύνει, και από την άλλη, επειδή
είναι τόσο ακριβά, η αξία τους ισούται με το να «κάτσει» κάποιος πάνω σε ένα
στραβό και χοντρό αγγούρι της Χλώρακας.
Τα ίσια αγγούρια ήταν
περισσότερο εμπορεύσιμα, έτσι για να επιτυγχάνουν τέτοια παραγωγή οι γεωργοί
τσάπιζαν τις τάβλες, ώστε πάνω στο μαλακό χώμα να μεγαλώνουν και να αναπτύσσονται
με τρόπο που να μην βρίσκουν αντίσταση σε σβώλους ή αλλα εμπόδια, και να
καταλήγουν ίσια και ευθυγραμμισμένα.
Με την εξέλιξη και τα
πειράματα των επιστημόνων του εξωτερικού, τα στραβά αγγούρια της Χλωρακας
αντικατεστάθησαν με φυτά υβρίδια τα οποία παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες, ήταν
κρεμαστά και ίσια, ονομάστηκαν δέ αγγούρια τεμάχια, διότι επωλούντο συνήθως με
το ένα. Αργότερα αντικατεστάθησαν και αυτά με τα σημερινά κοντά αγγουράκια τα
οποία κυκλοφορούν στις αγορές, αλλά που η γεύση τους καμία σχέση εχει με την
παλιά που ήταν σπουδαιοτάτη, και η μυρωδιά τους ωραιοτάτη.
Η παραγωγή του αγγουριού
στη Χλωρακα μέχρι το 2000 ήταν κύρια ασχολία σχεδόν όλων των Χλωρακιωτων.
Παρήγαγαν απεριόριστες ποσότητες, τόσες που δεν τις απορροφούσε η Κυπριακή
αγορά, με αποτελεσμα πολλοι έμποροι να ασχοληθούν με τις εξαγωγές, και να τα
αποστέλλουν σε άλλες χώρες.
Όμως ο κυριότερος λόγος για
την τόσο μεγαλη ανάπτυξη της φυτείας αυτής, ήταν όταν το 1960 μετά την
ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, διορίζεται από τον Μακάριο ο εκ Χλώρακας
Ανδρέας Αζίνας ως υφυπουργός Γεωργίας και Φυσικών Πόρων και λίγο αργότερα ως
διοικητής του Συνεργατικού κινήματος, θέση από την οποία προωθεί τα συμφέροντα
των Αγροτών σε μεγάλο βαθμό. Προωθεί κυρίως τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων,
με αποτελεσμα ήλοι οι κάτοικοι της Χλώρακας να ενθαρρυνθούν και να
κατασκευάσουν υπερσύγχρονα θερμοκήπια, έτσι που όλη η κοινότητα να καταστεί ένα
μεγάλο και απέραντο θερμοκήπιο παραγωγής αγγουριού. Βοηθεί με επιχορηγήσεις και
δάνεια όλους τους γεωργούς να εγκαταστήσουν στα θερμοκήπια κλιματιστικές
εγκαταστάσεις, εισάγει από το εξωτερικό καλύτερες ποικιλίες, και ναυλώνει
φορτηγά αεροπλάνα για την εξαγωγή φθαρτών στο εξωτερικό.
Με αυτό τον τρόπο η φήμη
των αγγουριών της Χλώρακας έφτασε σε όλη την Ευρώπη.
Όταν το 1971 η φημισμένη
ηθοποιός Ράκελ Γουέλς επισκέφτηκε την Κύπρο για το γύρισμα της ταινίας
του σκηνοθέτη Γ. Κοσμάτου, «Πολυαγαπημένη» στο χωριό Κάρμι, σε ερωτήσεις
δημοσιογράφων ρωτήθηκε πρώτα η γνώμη της για τον Μακάριο, αυτή απάντησε ότι
ήταν ένας θερμός μεσογειακός άνθρωπος και άξιος ηγέτης της πατρίδας του. Σε
δεύτερη ερώτηση «τι άλλο σας άρεσε στην Κυπρο, αυτή απάντησε “ The best and
more tasteful cucumbers of Chlorakas”, δηλαδή, τα εύγεστα και μυρωδάτα αγγούρια
της Χλώρακας.
Σήμερα η Χλώρακα έχει το
όνομα, αλλά δεν έχει τη χάρη. Δυστυχώς στη δεκαετία του 2000 – 2010, ύστερα από
την απότομη αύξηση της τιμής της γης λογω του οικοδομικού οργασμού, η γη έχει
πουληθεί, ή έχει κτιστεί με σπίτια και μπετόν, με αποτελεσμα να παύσει αυτή η
φημισμένη και ξακουστή παραγωγή του αγγουριού της Χλώρακας…
ΚΡΙΝΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Στην παραλία του Κοτσιά, ολόλευκο, μοναχικό, το
συνατάς στο περπάτημα σου λίγο πιο πάνω από εκεί που σκάει το κύμα. Είναι το
Κρίνο της θάλασσας που στην ακτή μοναχικό, μέσα στον ζεστό Αύγουστο προβάλλει
από την καυτή και στεγνή άμμο, δυνατό και ανθεκτικό, όμορφο μοναδικό, ένα δώρο
του γιαλού.
Είναι ο κρίνος της άμμου, ο ανθός του γιαλού που
μοιάζει ως ένα ταπεινό Χαίρε της φύσης ανάμεσα στην κάψα του καλοκαιριού.
Η παραθαλάσσια περιοχή Κοτσιας είναι ένας
μεγάλος κόλπος με σκεπασμένη την μακριά παραλια απο τόνους πεντακάθαρου άμμου
που ξεβράζει συνεχώς η θάλασσα. Είναι θάλασσα που επηρεάζεται από δυνατά και
αντίθετα ρεύματα που συγκρούονται και ανακυκλώνονται δημιουργώντας κόντρα
αντίθετα κύματα με αποτελεσμα να ξεβράζει αμέτρητους τόνους άμμου στην παραλια.
Στη παλιά λαϊκή Κυπριακή γλώσσα οι κάτοικοι όταν ήθελαν να πουν ότι ο Θεός
στέλλει αγαθά, χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Κοτσιά ο Θεός». Η λέξη κοτσιώ σημαίνει
σπέρνω και από το ρήμα κοτσιώ, έμεινε στην περιοχή το τοπωνύμιο «Κοτσιάς»,
θέλοντας έτσι οι ντόπιοι να πουν ότι αυτή η περιοχή κοτσιά άμμο. Έλεγαν ακόμη
ότι άμα είχε πολλη τρικυμία αλλά δεν έβγαζε αμμο, ήταν γιατί τα δυνατά ρεύματα
την παρέσερναν στα βαθιά. Όταν αυτό συνέβαινε, στα μέρη της παραλίας που
έσκαγαν τα κύματα αντί άμμου έμεναν σωροί από πέτρες. Από τη δύναμη των
κυμάτων, όταν οι πέτρες χτυπώντας αναμεταξύ τους, παρήγαγαν ένα δυνατό πέτρινο
ήχο που ακουγόταν μέχρι το χωριό, οι παλιοί κάτοικοι έλεγαν ότι ήταν σημάδι για
επερχόμενες καλοκαιρίες
Η παραλια του «Κοτσιά» είναι ιδανικός τόπος για
λουόμενους όταν δεν υπάρχουν τρικυμίες, αλλά υπάρχει κίνδυνος όταν υπάρχουν
ρεύματα, γιατί εύκολα παρασύρουν τους απρόσεκτους και πολλές φόρες υπήρξαν
περιστατικά πνιγμών.
Πανω σ αυτή την κατάλευκη αμμουδιά, βλαστάνει το κρίνο
του γιαλού, ένα πανέμορφο και μοσχομύριστο λουλούδι που είναι είδος ενδημικό.
Που το συναντούμε μόνο στη περιοχή «Κοτσιάς» ανάμεσα Χλώρακας Λέμπας και
Κισσόνεργας, και ύστερα το ξαναβρίσκουμε στον Ακάμα και στον Πύργο Τυλληρίας.
Είναι το άνθος του γιαλού, το κρίνο της θάλασσας που αν δεν καταστραφεί από τον
άνθρωπο, μπορεί να ξαναβλαστήσει τον επόμενο χρόνο.
Θεωρείται προστατευόμενο είδος, και λόγω της
περιορισμένης εμφάνισής του, απαραίτητα προέχει η προστασία του . Είναι ένα απο
τα σπάνια φυτά, και είναι ένα καλλωπιστικό στολίδι της φύσης. Χαρακτηριστικό
του είναι η δυνατή και γλυκιά μυρωδιά. Φυτρώνει σε αμμώδεις παραλίες και σε
αμμόλοφους, ακόμα και σε μακρινή απόσταση από τη θάλασσα. Ανθίζει ανάμεσα στον
Αύγουστο και τον Οκτώβρη. Άνθος και φύλλα εμφανίζονται μέσα από την καυτή
άμμο. Τα άνθη του μισανοίγουν πριν δύσει ο ήλιος για να φτάσουν στο ζενίθ του
ανοίγματος όσο η νύχτα προχωρεί. Τα φύλλα του είναι σαρκώδη, γκριζοπράσινα και
σε σχήμα λουρίδας, ενώ οι καρποί του είναι μεγάλοι, σε σχήμα βολβού. Όταν
οι καρποί ωριμάσουν, πετάγονται απο μέσα τους κατάμαυροι σαν κάρβουνα
σπόροι, μεγάλοι, πολυγωνικοί και μαλακοί. Καθένας τους κρύβει στο κέντρο του
ένα μικρό βολβό που είναι ο πραγματικός σπόρος. Αυτός θα θαφτεί στην άμμο και θα
μεγαλώνει, ψάχνοντας όλο και πιο βαθιά να βρει υγρασία για να ζήσει. Όσοι
επιζήσουν μετά 4-5 χρόνια θα καταφέρουν να ανθίσουν και να συνεχίσουν τον κύκλο
της ζωής τους.
Έχει παραισθητικές ιδιότητες. Ο βολβός του είναι είδος
κρεμμυδιού, χρησιμοποιείται ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις και σε μαγιές.
Χρησιμοποιείται ως τονωτικό και ειδικά του καρδιακού και νευρικού συστήματος,
είναι ακόμα αντιβακτηριδιακό, αντιμυκητιακό, αντιφλεγμονώδες, αντιπαρασιτικό
και πολλά συστατικά έχουν ανιχνευθεί σε αυτό με αντιβιοτική δράση σε πολλές
ασθένειες όπως το Αλτσχάιμερ, αλλά και σαν τονωτικό της μνήμης, έχει επίσης
χρησιμοποιηθεί ως σηπτικό μαλακτικό αλλά και για παθήσεις των νεφρών.
ΑΘΑΝΑΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ
Ο μύθος λέει πως ο Αθάνατος ήταν ένας ήρωας που όταν
ήταν μικρό παιδί, οι Μοίρες είπαν στη μάνα του πως το παιδί της θα πέθαινε, αν
ο δαυλός που έκαιγε πάνω στην εστία της, καιγόταν ολόκληρος. Αμέσως η μάνα
έσβησε το δαυλό και τον έκρυψε μέσα στην κουφάλα μιας αιωνόβιας βελανιδιάς,
ώστε να μην τον δει ποτέ ανθρώπου μάτι να τον ανάψει και να τον κάψει.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και ο Αθάνατος έγινε ξακουστός
ήρωας, μια βαρυχειμωνιά ένας κεραυνός έκαψε την βελανιδιά, και κάηκε ο δαυλός,
πέθανε και το παλληκάρι.
Η μάνα του παλληκαριού απαρηγόρητα έκλεγε για το χαμό
του μέρες και νύχτες πολλές, ώσπου ο Δίας τη λυπήθηκε και μετέτρεψε τον
αγαπητόν υιόν της σε πανέμορφα αθάνατα λουλούδια που ποτέ να μην ξεραίνουν, και
παντοτινά να την συντροφεύουν.
Τα αθάνατα ή αμάραντα
είναι πολυετή αειθαλή φυτά με ανθοφόρους βλαστούς χωρίς πτερύγια
που αναπτύσσονται από ξυλώδες ρίζωμα. Είναι φυτά που τα συναντάμε την
άνοιξη σε παραθαλάσσιες περιοχέςκαι που στη Κυπριακή ορολογία ονομάζονται
αθάνατα. Τα συναντάμε σπαρμένα στις άγονες βραχώδεις παραλίες, ακόμα και πάνω στην
άμμο.
Τα σέπαλα των ανθέων έχουν μωβ χρώμα που παραμένει
αναλλοίωτο για πολύ καιρό έστω και αν έχουν αποξηρανθεί, και αυτός είναι ο
λόγος που ονομάζονται αθάνατα ή και αμάραντα. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλή ως
λουλούδια, γι αυτό χρησιμοποιούνται συχνά για αποξηραμένες συνθέσεις, ενώ οι
παλαιότεροι κάτοικοι τα χρησιμοποιούσαν για το στόλισμα του επιτάφιου του
Χριστού.
Τα τρυφερά φύλλα των φυτών έχουν όξινη γεύση και οι
παλαιοί τα μαγείρευαν όταν ήθελαν να φτιάξουν φαγητά με όξινες γεύσεις.
ΚΥΡΤΑΜΑ
Σύμφωνα με τη μυθολογία όταν ο Δίας θύμωσε με τον
Προμηθέα που είχε το θράσος να του προσφέρει ένα πιάτο γεμάτο κόκαλα με λίπος
αντί για ένα καλό κομμάτι κρέας, του αφαίρεσε τα προνόμια της φωτιάς από τη Γη
τιμωρώντας έτσι τους ανθρώπους πολύ σκληρά.
Ο Προμηθέας όμως που αγαπούσε τους ανθρώπους, με
πονηριά κατόρθωσε να κλέψει τη φωτιά και να την κρύψει στο εσωτερικό μιας
σχισμής ενός κύρταμου, και αργότερα να τη δώσει πίσω στην ανθρωπότητα. Για τις
ενέργειές του τιμωρήθηκε αυστηρά από το Δία, ο οποίος τον έδεσε σε ένα βράχο,
ενώ ένας αετός έτρωγε το συκώτι του κάθε μέρα. Στη χλώρακα τα Κύρταμα τα
συναντάμε στις παραθαλάσσιες περιοχές από τα Ροδαφινια, στο Δημμα, έως και τον
Πηλό. Τα γνωρίζωμεν αμέσως από το ασπροπράσινο χρώμα των φύλλων τους που
είναι λεία και σαρκώδη. Με ευχάριστο άρωμα, φίνο, απολαυστικό στον
ουρανίσκο και με γεύση αλμυρή. Είναι απλωμένα πυκνωμένα και κατάσπαρτα
αυτοφυημένα στις πετρώδεις παραλίες μέσα στις σχισμές των βράχων, δημιουργώντας
όμοια λιβάδια με σπαρτά βλαστημένα που σχηματίζουν πράσινες τις ακτές της
Χλώρακας.
Είναι μικρό πολυετές παχύφυλλο φυτό με φύλλα και
βλαστούς που είναι παχείς και λείοι. Τα άνθη του κιτρινοπράσινα βγαίνουν το
καλοκαίρι και σχηματίζουν σκιάδιο. Οι σπόροι του έχουν μεγάλη ομοιότητα με το
κριθάρι, γι' αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν «κρίθμον».
Στη βοτανοθεραπεία, από τα χρόνια του Ιπποκράτη μέχρι
τις μέρες μας, χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό για ηπατικές, εντερικές και
νεφρικές δυσλειτουργίες.
Στις μεγάλες αμμώδεις εκτάσεις, και στις κοιλότητες
των απόκρημνων βράχων της Χλωρακας, φύεται αυτό το φυτό, που έχει σαρκώδη, λεία
και επιμήκη φύλλα, και το οποίον θεωρήθηκε από την αρχαιότητα ήδος εξαιρετικά
διεγερτικόν της ορέξεως. Είναι φυτό γνωστό από την αρχαιότητα για τις
θεραπευτικές του ιδιότητες, αλλά και ως έδεσμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος είχαν σε μεγάλη εκτίμηση
το κρίταμο. Στη βοτανοθεραπεία, από τα χρόνια του Ιπποκράτη μέχρι τις μέρες
μας, χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό για ηπατικές, εντερικές και νεφρικές
δυσλειτουργίες. Στη φαρμακευτική χρησιμοποιείται ως ορεκτικό, διουρητικό,
καθαριστικό του αίματος και ευεργετικό στο συκώτι.
Η περιγραφή του Διοσκουρίδη είναι πολύ χαρακτηριστική:
"θαμνώδες βοτάνιον, που απλώνεται σε πλάτος και
έχει ύψος ενός πήχυ. Φυτρώνει σε παραθαλάσσιους τόπους και έχει πολύ στιλπνά
φύλλα και υπόλευκα, σαν της γλιστρίδας, πιο πλατιά και πιο επιμήκη με αλμυρή
γεύση... λαχανεύεται εφθόντε και ωμόν εσθιόμενον και ταριχεύεται εν
άλμη"
ΤΡΙΒΟΛΙ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ
ΣΕΞ
Χρησιμοποιείται για τις αντικαταθλιπτικές,
αφροδισιακές και τονωτικές του ιδιότητες, αλλά κυρίως για τη συμβολή του στην
ενεργοποίηση της τεστοστερόνης.
Το φυτό τριβόλι το βρίσκουμε εύκολα και σε μεγάλη
ποσότητα. Βλαστάνει παντού και μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για
προληπτικούς είτε για θεραπευτικούς σκοπούς. Είναι το κύριο φυτικό
συστατικό για την παραγωγή του Βιάγκρα και είναι διάσπαρτο στην Κυπριακή φύση,
σε όλα τα χωράφια, ακόμα και στις αυλές των σπιτιών.
Η προετοιμασία του ως θεραπευτικού ροφήματος είναι
πολύ εύκολη και φτηνή επίλυση του προβλήματος του σεξουαλισμού, χωρίς
παρενέργειες. Τα τριβόλια ανθίζουν κάθε χρόνο από τον Μάη μέχρι τον Οκτώβρη.
Φέρουν άνθη μικρά κίτρινα, που βρίσκονται στη βάση των ακραίων φύλλων τους. Ο
καρπός τους είναι στρογγυλός, επίπεδος και αποτελείται από 5 σπόρους. Ο κάθε
σπόρος φέρει τρία άνισα σκληρά αγκάθια, αυτά που προσδιορίζουν και το όνομά
του, τρίλοβος, ενώ το δεύτερο προσδιορίζει τη συνήθεια του φυτού-βοτάνου να
απλώνει στη γη δημιουργώντας εκεί που βλασταίνει έναν μικρό χορτοτάπητα.
Οι άνθρωποι περπατώντας ξυπόλυτοι στους αγρούς πολλές
φορές, είχαν την άσχημη εμπειρία να πατήσουν τους σπόρους αυτούς. Ο πόνος ήταν
τόσο οξύς, που τους ανάγκαζε να χοροπηδούν στο ένα πόδι, έτσι που έμεινε η
παροιμιακή φράση ετριολίστηκε.
Τρία φλιτζανάκια την ημέρα, τα προβλήματα κάνουν πέρα.
Το βοτάνι μαζεύεται χωρίς τις ρίζες του, σε πλήρη
άνθιση, μαζί με τους σπόρους του, οι οποίοι έχουν πιο έντονες ιδιότητες.
Καθαρίζεται από τις σκόνες, τοποθετείται σε μια
κατσαρόλα και καλύπτεται με νερό. Πρέπει να βράσει μέχρις ότου μείνει πιο λίγο
από το μισό το αρχικό νερό. Το εκχύλισμα σουρώνεται και φυλάσσεται στο ψυγείο
μέχρι μία εβδομάδα. Η δοσολογία είναι τρία φλιτζανάκια του καφέ την ημέρα, το
τελευταίο το βράδυ πριν από τον ύπνο.
Το ρόφημα επιδρά στους άνδρες αυξάνοντας την ανδρική
ορμόνη τεστοστερόνη, βοηθά στη σπερματογένεση αυξάνοντας τον αριθμό και την
κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, αυξάνει τη σεξουαλική διάθεση. Στις γυναίκες
τονώνει την σεξουαλική διάθεση και βοηθά να ξεπεραστούν τα διάφορα ψυχοσωματικά
προβλήματα, που συνοδεύουν την εμμηνόπαυση όπως: αϋπνία, υπερένταση, απάθεια,
υπερευαισθησία και υπεραιμία. Το ίδιο βοηθά, σε περιπτώσεις που παρουσιάζονται
τα προβλήματα αυτά σε πρόωρη αφαίρεση των μητρικών.
Όσοι γεννήθηκαν στη Χλώρακα πριν το 1955, αλλά και
αλλού, ενθυμούνται καλώς και λεπτομερώς τις απέραντες εκτάσεις από κάνναβη που
εφύοντο σε όλους τους αγρούς της Κοινότητας. Ήταν μια από τις κύριες πηγές
εισοδημάτων των κατοικων, και όλοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της. Από
διήγηση του Κώστα Λιασίδη ηλικίας 84 ετών, καταγράφουμε τα εξής:
Η κάνναβη ένα θαμνώδες φυτό με οδοντωτά φύλλα και
ραβδωτά στελέχη που διακρίνεται για τη μεγάλη ικανότητα προσαρμογής σε
διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, βλαστάνει εύκολα, πολλές φορές
αυτοφύεται, και δεν χρειάζεται άλλη φροντίδα εκτός από το πότισμα, επίσης δεν
αφήνει ζιζανιοκτόνα να βλαστήσουν στις ρίζες της. Ο ξυλώδης κορμός του
αποτελείται από λεπτές στερεές ίνες, ενώ στη μεση είναι κούφιος, και όταν
ξεραθεί ενε μαλακός και ελαφρύς.
Η διαδικασία καλλιέργειας της άρχιζε τον μήνα Απρίλιο
με τη πλημμύριση των χωραφιών με νερό, και όταν εγιωρκούσε (γινόταν αφράτο και
στεγνό αλλά δροσερό από νερό), το όργωναν, το σαράκλιζαν (με ειδικό βαρετό ξύλο
που το έσερναν βόδια, το ισοπέδωναν), και κατασκεύαζαν λασάνια (μικρές περιοχές
τεσσάρων τετρ. μέτρων περιπου που στις άκριες το χώμα ήταν ανασηκωμένο ώστε να
κολυμπώνει μέσα το νερό), και ακολούθως έσπερναν το κανναβούρι και το πότιζαν
κάθε οκτώ μέρες πλημμυρίζοντας τα λασάνια με νερό.
Στους δυο μήνες περιπου έπαιρνε το ύψος του και άνθιζε
δημιουργώντας φούντες άλλες αρσενικές και άλλες θηλυκές, από τις οποίες όταν
ωρίμαζαν γινόταν το κανναβούρι.
Μέσα στο κατακαλόκαιρο κατά τον μηνά Αύγουστο ήταν
ώριμο πλέον για εκρίζωση. Οι ρίζες του ήταν μικρές και επιτόπιες, έτσι που
ξεριζωνόταν εύκολα. Τα έδεναν σε λεπτά δεμάτια και τα τοποθετούσαν όρθια σε
σχήμα τεράστιας πυραμίδας, μια τεράστια σωρό την οποία ονόμαζαν «σκουλιά», ώστε
να μαραθούν και να ξεραθούν εντελώς από τον ήλιο. Ύστερα τα αντίνασσαν, δηλαδή
τα χτυπούσαν πανω σε κανναβάτσους που άπλωναν στο εδαφος, ώστε να αποκολληθεί
το κανναβούρι από τις φούντες και να το μαζέψουν. Μ αυτό τον τρόπο
απογυμνώνονταν οι κορμοί των κανναβιών από κανναβούρι και φύλλα, τους οποίους
μούλιαζαν μέσα σε λίμνες με νερό για 15 μέρες περιπου, ώστε ο ξυλώδης ξερός από
τον ήλιο κορμός των φυτών, να μαλακώσει και να γίνει ευλύγιστος και να μήν
σπάζει. Ακολούθως τους ξέπλεναν τρίβοντας τους καλά ώσπου να φύγει η μούχλα του
νερού από την φλούδα και να ξασπρίσουν, και ακολούθως τους άπλωναν ένα ένα
δεμάτι στον ήλιο για να στεγνώσουν. Την άλλη μέρα έλυναν τα δεμάτια και
τα τοποθετούσαν στη «μελιτσιά» και τα κοπανούσαν ώσπου να διαχωριστούν οι ίνες,
τις οποίες και αποθήκευαν σε σακούλες έτοιμες ως εμπόρευμα προς πώληση. Μεγάλοι
χοντρέμποροι που αγόραζαν τα μεταποιημένα σε ίνες καννάβια, ήταν ο Κωνσταντής
Πενταράς που τα μεταπωλούσε στη Λεμεσό και τη Λευκωσία, επίσης υπήρχε μια
βιοτεχνία στη Μεσόγη που ασχολείτο με την κατασκευή σχοινιών και φορτωμάτων,
που και αυτός προμηθευόταν την πρώτη υλη από τους Χλωρακιώτες παραγωγούς.
Οι Γεωργοπαραγωγοι κανναβιού όταν για τις ανάγκες τους
για τα ζώα τους, έκαμναν οι ιδιοι τη διαδικασία της κατασκευής σχοινιού,
απαιτούσε ιδιαίτερο κόπο. Ο ξυλώδης κορμός του φυτού το κανναβόξυλο, έπρεπε να
χτυπηθεί με τις «μελιτσιές» που ήταν ξύλινα εργαλεία, ώστε να σπάσει εντελώς.
Με τις «μελιτσιές» γινόταν εφικτός ο διαχωρισμός του ξύλου από τα αποξηραμένα
φυτά, εκ των οποίων ο κορμός διαχωριζόταν σε ίνες και η φλούδα φυλαγόταν για
προσάναμμα της φωτιάς. Έπειτα σειρά έπαιρνε η επεξεργασία των ινών με τη
βοήθεια της «ανέμης» και του «δουλαπιού», που ήταν ξύλινα εργαλεία. Μετά την
επεξεργασία των ινών, τα σχοινιά ήταν έτοιμα.
Από την κάνναβη παράγεται η μαριχουάνα, το χασίς και
το χασισέλαιο. Η μαριχουάνα είναι φύλλα μαζί με ανθό κάνναβης που
ονομάζεται φούντα και περιέχει ύλη καννάβεως. Το πιο δυνατό ναρκωτικό είναι
μέσα στα φύλλα, τον κορμό και το άνθισμα. Αφού λιώσουν και στεγνώσουν, γίνονται
ξερή φυτική ύλη που περιέχει μείγμα φύλλων μαζί με το άνθισμα και τα μικρά
κλαράκια του φυτού. Το χασίς περιέχει τα ίδια υλικά αλλά υπάρχει συσκευασία με κολλητική
ύλη μέσα. Τα βγάζουν, τα περνούν από φούρνους, κάνουν διάφορα παρασκευάσματα
και αφού τα συμπιέσουν γίνονται στερεά όπως την πέτρα. Το χασισέλαιο βγαίνει
μετά τη διεργασία του χασίς.
Κάποιοι λαοί θεώρησαν τη κάνναβη δώρο Θεού και τρόπο
επικοινωνίας μαζί του.
Εκτός απο τις θεραπευτικές της ιδιότητες και τις άλλες
χρήσεις, έχει και αποτελέσματα στον ψυχισμό του ανθρώπου γι αυτό η ψυχοενεργή
ουσία της κατατάχτηκε στις ναρκωτικές ουσίες.
Κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι δεν είναι
ναρκωτικό ως τα κλασικώς παραδεδεγμένα, δεν είναι διεγερτικό, καταπραϋντικό,
ηρεμιστικό, ναρκωτικό, παραισθησιογόνο, ή ψευδαισθησιογόνο. Η λέξη
ευφορικόν ίσως προσεγγίζει περισσότερο.
Παρ όλη τη συσσωρευμένη λαϊκή σοφία, η δράση που
υποτίθεται ότι έχει η κάνναβη είναι παράδοξη. Οι ασκητές Σαντού στην Ινδία
την χρησιμοποιούν παραδοσιακά για να εξευμενίζουν τα ζωώδη ένστικτα, να
ελαττώνουν τη λίμπιντο και τη σεξουαλική ενόρμηση. Και ενώ στην Ινδία
χρησιμοποιείται για υποβοήθημα στην αυτοσυγκέντρωση ή για διαύγεια στη σκέψη,
στις δυτικές χώρες πιστεύεται ότι διαταράσσει την μνήμη και την σκέψη.
Κάποιος που ήταν ποιητής και χασισοπότης, ο Charles Baudelaire το
1858 έγραψε για το χασίς:
"Οι αμύητοι που εχουν την περιέργεια να γνωρίσουν
τις εξαιρετικές της απολαύσεις, θα πρεπει να ξέρουν ότι δεν θα βρουν στο χασίς
τίποτα το θαυμαστό, απολύτως τίποτα, παρά μονο το φυσικό σε υπερβολή. Ο
εγκέφαλος και ο οργανισμός, όπου επενεργεί το χασίς, δε θα δώσουν παρά μονάχα
τα κανονικά τους φαινόμενα, τα ατομικά, επαυξημένα είναι αλήθεια σε αριθμό και
ενέργεια, αλλά σύμφωνα πάντα με την προέλευση τους. Ο άνθρωπος δε θα διαφύγει
απ τη μοίρα της φυσικής και ηθικής ιδιοσυγκρασίας του. Το χασίς θα είναι για
τις ιδιαίτερες εντυπώσεις και σκέψεις του ανθρώπου, ένας μεγεθυντικός
καθρέφτης, αλλά καθρέφτης."
Για την καλλιέργεια της κάνναβης δεν απαιτούνται
λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ή καλά χωράφια διότι είναι αγριόχορτο και φύεται παντού
στον πλανήτη, ενώ οι θεραπευτικές της ιδιότητες είναι σπουδαίες αφου είναι
αντικαρκινικές και ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
Έως την δεκαετία του 1960, στη περιοχή της Πάφου στις
χαμηλές περιοχές, οι κάτοικοι ασχολούνταν συστηματικά με την καλλιέργεια της
κάνναβης ως πηγή εισοδήματος, διότι πριν την απαγόρευση της καλλιέργειας της,
είχε τεράστια ζήτηση στο εμπόριο, αφού από αυτην παράγεται φτηνό καλό ανθεκτικό
χαρτί, πολύ καλής ποιότητας υφάσματα, βιομάζα για την παραγωγή μεθανίου και
μεθανόλης, καθως και λεπτεπίλεπτα λινά έως πανιά για τέντες και σχοινιά.
ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Ο ΜΟΥΣΚΟΣ
Στη Χλώρακα το ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο το ονόμαζαν διότι όταν ο καρπός του ωρίμαζε, είχε μια ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο το ονόμαζαν διότι οι ρίζες του έμοιαζαν με αγριάνθρωπο. Είναι ένα επικίνδυνο φυτό με τους παράξενους θρύλους και τις απίστευτες παραδόσεις
Στη Χλώρακα το ονόμαζαν Μούσκο ή Αρκάδρωπο. Μούσκο το ονόμαζαν διότι όταν ο καρπός του ωρίμαζε, είχε μια ωραία μυρωδιά. Αρκάδρωπο το ονόμαζαν διότι οι ρίζες του έμοιαζαν με αγριάνθρωπο. Είναι ένα επικίνδυνο φυτό με τους παράξενους θρύλους και τις απίστευτες παραδόσεις
O Μανδραγόρας είναι φυτό με
μεγάλα φύλλα και ρίζα διχαλωτή που μοιάζει με ανοιχτά πόδια ανθρώπου που
στέκεται όρθιος.
Ο θρύλος μιλάει για
αυτοτιμωρία κάποιου που ερωτεύτηκε μια νεράιδα και όταν αυτή έχασε την
ζωή της θέλησε να την ακολουθήσει και ζήτησε και τον έθαψαν όρθιο δίπλα της και
όταν κάποιος δοκίμαζε να τον ξεριζώσει, ο θορυβος που έκανε ήταν υπόκοφος μέχρι
εκκοφαντικος σαν μια στριγκλιά που σκότωνε ή τρέλαινε αυτόν που το προσπαθύσε.
Η διχαλωτή ρίζα του
παρομοιάζονταν με ανθρώπινο σώμα και πίστευαν ότι είχε δυνάμεις από τα σκοτεινά
πνεύματα της γης. Για να ξεριζώσουν το μανδραγόρα έπρεπε να το κάνουν μόνο
μεσάνυχτα και μετά από απαραίτητες προσευχές και τελετουργίες. Κάποιος ζωγράφιζε
τρεις κύκλους γύρω από το φυτό με ένα μυτερό κλαδί ιτιάς και μετά έδεναν ένα
μαύρο σκύλο στο φυτό με ένα σπάγκο ώστε τοιουτοτρόπως να ξεριζωθει χωρίς
ανθρώπινα χέρια να έρθουν σε επαφή με το φυτό.
Το μανδραγόρα περιέβαλαν με
μυστηριώδεις υπερφυσικές δυνάμεις που ήταν πιστευτές σε αυτούς που πίστευαν
στις δεισιδαιμονίες. Οι παλιοί μάγιστρο το χρησιμοποιούσαν σαν αφροδισιακό και
γονιμοποιιτικό, και διέδιδαν ότι δεν έπρεπε να το πλησιάσει κανείς, γιατί θα
κυριευτεί απο δαίμονες, και ότι μπορούσε να μαζευτεί μόνο τα μεσάνυχτα στη χάση
του Φεγγαριού με παρουσία σκύλου για να μην πλησιάζουν τα δαιμόνια.
Σε μεγάλες ποσότητες δρα
στο κεντρικό νευρικό σύστημα με πρώτο σύμπτωμα την απώλεια όρασης, ακολουθεί
παραλήρημα, καταστολή και τελικά ο θάνατος.
Από το φυτό αυτό
κατασκευάζονται υπνωτικά φάρμακα.
Κατά τον μεσαίωνα το
χρησιμοποιούσαν σαν ηρεμιστικό για τους μελλοθάνατους με σταύρωση.
Τα φύλλα του είναι
ωφέλιμα για τις φλεγμονές των ματιών και των ελκών. Η ρίζα του παύει τους
πόνους των αρθρώσεων. Όσοι πρόκειται να ακρωτηριασθούν ή να καούν λαμβάνουν
μανδραγορίτη οίνο και δεν θα πονούν την ώρα της επέμβασης.
Τα άνθη παράγουν ένα σφαιρικό
λείο καρπό σαν μικρό μήλο που γίνεται κίτρινος όταν ωριμάσει. Η σάρκα του
καρπού είναι γεμάτη και έχει ένα δυνατό άρωμα σαν του μήλου.
Αναφέρεται ότι οι Αρχαίοι
από τη ρίζα του παρασκεύαζαν φίλτρα ερωτικά και γι αυτό η Αφροδίτη λεγόταν και
Μανδραγορίτις. Επίσης όποιος χρησιμοποιούσε τα οφέλη του φυτού, εκτός της
σεξουαλικής ικανότητας, είχε προστασία από δηλητηριάσεις και κακώσεις, επίσης
αποκτούσε πλούτο υγεία και μακροζωία. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν «μήλο του
έρωτα», οι Άραβες «μήλο του διαβόλου», και οι Εβραίοι το αποκαλούσαν «τα
μήλα της αγάπης».
Την ερωτική και μαγική
ιδιότητα λέγεται την απέκτησε από την μάγισσα Κίρκη ότι από αυτό το υγρό έδωσε
στους άνδρες του Οδυσσέα και τους μεταμόρφωσε.
Άλλες παραδόσεις πιστεύουν
ότι γιατρεύει τις στείρες γυναίκες!
Ακόμα από την εποχή της
βίβλου στην Γένεση υπάρχουν αναφορές για την χρήση του Μανδραγόρα σαν
αφροδισιακό και σαν βοτάνι για τεκνοποιία. Η Ραχήλ απελπισμένη που δεν έκανε
παιδιά με τον Ιακώβ κατέφυγε στον μανδραγόρα για να γεννήσει τον Ιωσήφ.
Στο
μεσαίωνα το φυτό το έλεγαν επίσης “μήλο του σατανά” και πίστευαν ότι προκαλούσε
τρέλα. Πίστευαν ότι κάτω από τα δέντρα που γίνονταν απαγχονισμοί φύτρωνε
μανδραγόρας από το σπέρμα των κρεμασμένων.